Η Ελλάδα θα πρέπει να ξεκινήσει μία διαδικασία ελεγχόμενης πτώχευσης, να εγκαταλείψει εθελοντικά το ευρώ και να επιστρέψει στη δραχμή, προτείνει ο γνωστός οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπίνι, σε άρθρο του που δημοσιεύεται την Δευτέρα στους Financial Times. Ο κ. Ρουμπίνι εκτιμά ότι η...
έξοδος από το ευρώ θα είναι μία «τραυματική διαδικασία», ωστόσο σημειώνει πως οι αρνητικές επιπτώσεις θα μπορούσαν να περιοριστούν, εάν η διαδικασία εξόδου είναι ελεγχόμενη και δοθεί διεθνής στήριξη για την αναδιάρθρωση των ελληνικών τραπεζών και τη χρηματοδότηση του δημοσιονομικού και του εξωτερικού ισοζυγίου.
Επίσης, σημειώνει πως η επιστροφή της Ελλάδας στο εθνικό της νόμισμα με απότομη υποτίμηση, θα οδηγήσει σε ταχεία ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης, όπως έγινε στην Αργεντινή και σε πολλές άλλες αναπτυσσόμενες αγορές που εγκατέλειψαν τις συναλλαγματικές τους συνδέσεις.
Αναλυτικά, στο άρθρο του αναφέρει τα εξής:
«Η Ελλάδα έχει εγκλωβιστεί σε έναν φαύλο κύκλο αφερεγγυότητας, χαμηλής ανταγωνιστικότητας και ολοένα βαθύτερης ύφεσης. Με την επίδραση και της δρακόντειας δημοσιονομικής λιτότητας, το δημόσιο χρέος οδεύει στο 200% του ΑΕΠ. Για να γλιτώσει, η Ελλάδα πρέπει να ξεκινήσει μία διαδικασία ελεγχόμενης χρεοκοπίας και να επιστρέψει στη δραχμή.
Η πρόσφατη συμφωνία για ανταλλαγή χρεών που προσέφερε η Ευρώπη στην Ελλάδα ισοδυναμεί με ληστεία, παρέχοντας πολύ μικρότερη ανακούφιση από αυτή που χρειαζόταν η χώρα. Εάν εξετάσει κανείς ξεχωριστά τα στοιχεία και λάβει υπόψη τα μέτρα υπέρ των πιστωτών, τότε αντιλαμβάνεται ότι ουσιαστικά η βοήθεια που δόθηκε στην Ελλάδα ήταν σχεδόν μηδενική. Η καλύτερη επιλογή που έχει τώρα είναι να απορρίψει αυτή την συμφωνία και, υπό την απειλή της χρεοκοπίας, να διαπραγματευτεί μία καλύτερη.
Ακόμη κι αν έδιναν στην Ελλάδα πραγματική και σημαντική βοήθεια για το δημόσιο χρέος της, δεν μπορεί να επιστρέψει στην ανάπτυξη εάν δεν ανακτήσει σημαντικά την ανταγωνιστικότητά της. Και χωρίς επιστροφή στην ανάπτυξη, τα χρέη της Ελλάδας θα εξακολουθούν να είναι μη διατηρήσιμα. Το πρόβλημα ωστόσο, είναι πως όλες οι επιλογές για ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας περιλαμβάνουν πραγματική υποτίμηση.
Η πρώτη επιλογή θα ήταν μία σημαντική αποδυνάμωση του ευρώ, η οποία είναι μάλλον απίθανο να γίνει, όσο οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν πρόβλημα οικονομικής αποδυνάμωσης ενώ η Γερμανία είναι υπερανταγωνιστική.
Εξίσου απίθανο είναι το ενδεχόμενο ταχείας μείωσης του κόστους εργασίας, μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που θα αύξανε την παραγωγικότητα περισσότερο από τους μισθούς. Η Γερμανία χρειάστηκε μία δεκαετία για να αυξήσει την παραγωγικότητά της με αυτή την μέθοδο. Η Ελλάδα δεν μπορεί όμως να βρίσκεται σε ύφεση για μία δεκαετία.
Η τρίτη επιλογή είναι του ταχύτατου αποπληθωρισμού σε τιμές και μισθούς. Μία διαδικασία που είναι γνωστή και ως «εσωτερική υποτίμηση». Αυτή η επιλογή όμως, θα οδηγήσει σε μία πενταετία ακόμη πιο βαθιάς ύφεσης, ενώ θα δυσχεράνει την κατάσταση ως προς το δημόσιο χρέος.
Εάν λοιπόν, αυτές οι τρεις επιλογές δεν είναι εφικτές, τότε ο μόνος δρόμος είναι εκείνος της εγκατάλειψης: Η επιστροφή της Ελλάδας στο εθνικό της νόμισμα με απότομη υποτίμηση που θα οδηγήσει σε ταχεία ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης, όπως έγινε στην Αργεντινή και σε πολλές άλλες αναπτυσσόμενες αγορές που εγκατέλειψαν τις συναλλαγματικές τους συνδέσεις.
Η διαδικασία αυτή βεβαίως, θα είναι τραυματική. Το πιο σημαντικό πρόβλημα θα είναι οι κεφαλαιακές ζημίες για τους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς της ευρωζώνης. Το παθητικό της ελληνικής κυβέρνησης, των ελληνικών τραπεζών και επιχειρήσεων σε ευρώ θα εκτιναχθεί. Αυτά τα προβλήματα όμως, μπορούν να ξεπεραστούν. Η Αργεντινή το κατάφερε το 2001, όταν μετέτρεψε σε πέσο όλα της τα δολαριακά χρέη. Οι ΗΠΑ πραγματικά έκαναν κάτι παρόμοιο το 1993, όταν υποτίμησαν το δολάριο κατά 69% και ανακάλεσαν τον κανόνα χρυσού. Μία ανάλογη μονομερής «δραχμοποίηση» των χρεών που είναι σε ευρώ θα ήταν απαραίτητη και αναπόφευκτη.
Οι μεγαλύτερες τράπεζες της ευρωζώνης επίσης θα αντιμετωπίσουν τεράστιες ζημίες σε αυτή την διαδικασία, οι οποίες όμως επίσης θα είναι διαχειρίσιμες, εάν υπάρξει σωστή και επιθετική αναδιάρθρωση κεφαλαίων σε αυτούς τους οργανισμούς. Για να αποφευχθεί όμως, κατάρρευση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος θα πρέπει -δυστυχώς- να καταφύγει η χώρα σε ορισμένα μέτρα που ακολούθησε και η Αργεντινή, όπως οι τραπεζικές αργίες και η επιβολή ελέγχου στις κινήσεις των κεφαλαίων ώστε να αποφευχθεί μία ανεξέλεγκτη πτώση.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα υπάρξουν παράπλευρες απώλειες, αλλά θα μπορούσαν να περιοριστούν, εάν η διαδικασία εξόδου είναι ελεγχόμενη και εάν παρασχεθεί διεθνής στήριξη για την αναδιάρθρωση των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών και την χρηματοδότηση του δημοσιονομικού και του εξωτερικού ισοζυγίου. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας θα υποχωρήσει περισσότερο στο σενάριο εξόδου από ότι στον δύσκολο δρόμο του αποπληθωρισμού.
Αυτό το επιχείρημα όμως, είναι λάθος: Ακόμη και στην περίπτωση του αποπληθωρισμού, η πραγματική αγοραστική δύναμη της ελληνικής οικονομίας και ο πλούτος της θα μειωθούν όταν θα πραγματοποιηθεί η πραγματική υποτίμηση. Μέσω της ονομαστικής και της πραγματικής υποτίμησης, η οδός της εξόδου θα οδηγήσει σε άμεση ανάκτηση της ανάπτυξης, αποφεύγοντας μία δεκαετία υφεσιακού αποπληθωρισμού.
Όσοι υποστηρίζουν ότι ο κίνδυνος μετάδοσης θα παρασύρει και άλλους στην κρίση, βρίσκονται σε φάση άρνησης. Και άλλες περιφερειακές χώρες έχουν προβλήματα φερεγγυότητας και ανταγωνιστικότητας ελληνικού τύπου. Η Πορτογαλία, για παράδειγμα, μπορεί επίσης να αναγκαστεί να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση χρειών και έξοδο από την ευρωζώνη.
Οικονομίες φερέγγυες αλλά με πρόβλημα ρευστότητας, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, θα χρειαστούν στήριξη ρευστότητας από την Ευρώπη ανεξαρτήτως του τι θα συμβεί με την Ελλάδα. Οι σημαντικοί πόροι που σπαταλώνται για την στήριξη της Ελλάδας θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την προάσπιση αυτών των οικονομιών και των τραπεζών σε άλλες χώρες της περιφέρειας.
Η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη έχει και δευτερογενή πλεονεκτήματα: Άλλες οικονομίες της ευρωζώνης που βρίσκονται επίσης στο επίκεντρο της κρίσης, θα έχουν τη δυνατότητα να αποφασίσουν οι ίδιες εάν θέλουν να συνεχίσουν εντός ή εκτός ευρωζώνης, με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνεπάγεται αυτή η απόφαση. Ανεξαρτήτως του τι θα πράξει η Ελλάδα, πρέπει να υπάρξει ταχύτατα αναδιάρθρωση των κεφαλαίων στις τράπεζες της ευρωζώνης. Και για αυτό απαιτείται ένα νέο πανευρωπαϊκό πρόγραμμα που να μην στηρίζεται σε ομιχλώδεις προβλέψεις και πλαστά stress tests. Η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα μπορούσε να είναι ο καταλύτης για την έναρξη αυτής της διαδικασίας.
Η πρόσφατη εμπειρία της Ισλανδίας, όπως επίσης και πολλών άλλων αναπτυσσόμενων αγορών τα τελευταία 20 χρόνια, δείχνει ότι η ελεγχόμενη αναδιάρθρωση και η μείωση του εξωτερικού χρέους μπορεί να οδηγήσει σε ανάκτηση της βιωσιμότητας του χρέους, ανταγωνιστικότητα και ανάπτυξη. Όπως συνέβη και στις προηγούμενες περιπτώσεις, έτσι και στην Ελλάδα θα υπάρξουν σημαντικές παράπλευρες απώλειες, αλλά θα είναι περιορισμένες.
Όπως συμβαίνει σε έναν κακό γάμο που οδεύει στον τελικό χωρισμό, έτσι και τώρα είναι καλύτερα να υπάρξουν κανόνες που θα κάνουν το διαζύγιο λιγότερο δαπανηρό και για τις δύο πλευρές. Ο χωρισμός και το διαζύγιο είναι μία οδυνηρή και δαπανηρή διαδικασία ακόμη και όταν υπάρχουν αυτοί οι κανόνες. Μην αυταπατάστε... Ακόμη και μία ελεγχόμενη έξοδος από το ευρώ θα είναι δύσκολη. Το να παρατηρούμε όμως, άπραγοι την βραδεία και ανεξέλεγκτη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας θα είναι ακόμη χειρότερο.»
έξοδος από το ευρώ θα είναι μία «τραυματική διαδικασία», ωστόσο σημειώνει πως οι αρνητικές επιπτώσεις θα μπορούσαν να περιοριστούν, εάν η διαδικασία εξόδου είναι ελεγχόμενη και δοθεί διεθνής στήριξη για την αναδιάρθρωση των ελληνικών τραπεζών και τη χρηματοδότηση του δημοσιονομικού και του εξωτερικού ισοζυγίου.
Επίσης, σημειώνει πως η επιστροφή της Ελλάδας στο εθνικό της νόμισμα με απότομη υποτίμηση, θα οδηγήσει σε ταχεία ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης, όπως έγινε στην Αργεντινή και σε πολλές άλλες αναπτυσσόμενες αγορές που εγκατέλειψαν τις συναλλαγματικές τους συνδέσεις.
Αναλυτικά, στο άρθρο του αναφέρει τα εξής:
«Η Ελλάδα έχει εγκλωβιστεί σε έναν φαύλο κύκλο αφερεγγυότητας, χαμηλής ανταγωνιστικότητας και ολοένα βαθύτερης ύφεσης. Με την επίδραση και της δρακόντειας δημοσιονομικής λιτότητας, το δημόσιο χρέος οδεύει στο 200% του ΑΕΠ. Για να γλιτώσει, η Ελλάδα πρέπει να ξεκινήσει μία διαδικασία ελεγχόμενης χρεοκοπίας και να επιστρέψει στη δραχμή.
Η πρόσφατη συμφωνία για ανταλλαγή χρεών που προσέφερε η Ευρώπη στην Ελλάδα ισοδυναμεί με ληστεία, παρέχοντας πολύ μικρότερη ανακούφιση από αυτή που χρειαζόταν η χώρα. Εάν εξετάσει κανείς ξεχωριστά τα στοιχεία και λάβει υπόψη τα μέτρα υπέρ των πιστωτών, τότε αντιλαμβάνεται ότι ουσιαστικά η βοήθεια που δόθηκε στην Ελλάδα ήταν σχεδόν μηδενική. Η καλύτερη επιλογή που έχει τώρα είναι να απορρίψει αυτή την συμφωνία και, υπό την απειλή της χρεοκοπίας, να διαπραγματευτεί μία καλύτερη.
Ακόμη κι αν έδιναν στην Ελλάδα πραγματική και σημαντική βοήθεια για το δημόσιο χρέος της, δεν μπορεί να επιστρέψει στην ανάπτυξη εάν δεν ανακτήσει σημαντικά την ανταγωνιστικότητά της. Και χωρίς επιστροφή στην ανάπτυξη, τα χρέη της Ελλάδας θα εξακολουθούν να είναι μη διατηρήσιμα. Το πρόβλημα ωστόσο, είναι πως όλες οι επιλογές για ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας περιλαμβάνουν πραγματική υποτίμηση.
Η πρώτη επιλογή θα ήταν μία σημαντική αποδυνάμωση του ευρώ, η οποία είναι μάλλον απίθανο να γίνει, όσο οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν πρόβλημα οικονομικής αποδυνάμωσης ενώ η Γερμανία είναι υπερανταγωνιστική.
Εξίσου απίθανο είναι το ενδεχόμενο ταχείας μείωσης του κόστους εργασίας, μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που θα αύξανε την παραγωγικότητα περισσότερο από τους μισθούς. Η Γερμανία χρειάστηκε μία δεκαετία για να αυξήσει την παραγωγικότητά της με αυτή την μέθοδο. Η Ελλάδα δεν μπορεί όμως να βρίσκεται σε ύφεση για μία δεκαετία.
Η τρίτη επιλογή είναι του ταχύτατου αποπληθωρισμού σε τιμές και μισθούς. Μία διαδικασία που είναι γνωστή και ως «εσωτερική υποτίμηση». Αυτή η επιλογή όμως, θα οδηγήσει σε μία πενταετία ακόμη πιο βαθιάς ύφεσης, ενώ θα δυσχεράνει την κατάσταση ως προς το δημόσιο χρέος.
Εάν λοιπόν, αυτές οι τρεις επιλογές δεν είναι εφικτές, τότε ο μόνος δρόμος είναι εκείνος της εγκατάλειψης: Η επιστροφή της Ελλάδας στο εθνικό της νόμισμα με απότομη υποτίμηση που θα οδηγήσει σε ταχεία ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης, όπως έγινε στην Αργεντινή και σε πολλές άλλες αναπτυσσόμενες αγορές που εγκατέλειψαν τις συναλλαγματικές τους συνδέσεις.
Η διαδικασία αυτή βεβαίως, θα είναι τραυματική. Το πιο σημαντικό πρόβλημα θα είναι οι κεφαλαιακές ζημίες για τους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς της ευρωζώνης. Το παθητικό της ελληνικής κυβέρνησης, των ελληνικών τραπεζών και επιχειρήσεων σε ευρώ θα εκτιναχθεί. Αυτά τα προβλήματα όμως, μπορούν να ξεπεραστούν. Η Αργεντινή το κατάφερε το 2001, όταν μετέτρεψε σε πέσο όλα της τα δολαριακά χρέη. Οι ΗΠΑ πραγματικά έκαναν κάτι παρόμοιο το 1993, όταν υποτίμησαν το δολάριο κατά 69% και ανακάλεσαν τον κανόνα χρυσού. Μία ανάλογη μονομερής «δραχμοποίηση» των χρεών που είναι σε ευρώ θα ήταν απαραίτητη και αναπόφευκτη.
Οι μεγαλύτερες τράπεζες της ευρωζώνης επίσης θα αντιμετωπίσουν τεράστιες ζημίες σε αυτή την διαδικασία, οι οποίες όμως επίσης θα είναι διαχειρίσιμες, εάν υπάρξει σωστή και επιθετική αναδιάρθρωση κεφαλαίων σε αυτούς τους οργανισμούς. Για να αποφευχθεί όμως, κατάρρευση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος θα πρέπει -δυστυχώς- να καταφύγει η χώρα σε ορισμένα μέτρα που ακολούθησε και η Αργεντινή, όπως οι τραπεζικές αργίες και η επιβολή ελέγχου στις κινήσεις των κεφαλαίων ώστε να αποφευχθεί μία ανεξέλεγκτη πτώση.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα υπάρξουν παράπλευρες απώλειες, αλλά θα μπορούσαν να περιοριστούν, εάν η διαδικασία εξόδου είναι ελεγχόμενη και εάν παρασχεθεί διεθνής στήριξη για την αναδιάρθρωση των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών και την χρηματοδότηση του δημοσιονομικού και του εξωτερικού ισοζυγίου. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας θα υποχωρήσει περισσότερο στο σενάριο εξόδου από ότι στον δύσκολο δρόμο του αποπληθωρισμού.
Αυτό το επιχείρημα όμως, είναι λάθος: Ακόμη και στην περίπτωση του αποπληθωρισμού, η πραγματική αγοραστική δύναμη της ελληνικής οικονομίας και ο πλούτος της θα μειωθούν όταν θα πραγματοποιηθεί η πραγματική υποτίμηση. Μέσω της ονομαστικής και της πραγματικής υποτίμησης, η οδός της εξόδου θα οδηγήσει σε άμεση ανάκτηση της ανάπτυξης, αποφεύγοντας μία δεκαετία υφεσιακού αποπληθωρισμού.
Όσοι υποστηρίζουν ότι ο κίνδυνος μετάδοσης θα παρασύρει και άλλους στην κρίση, βρίσκονται σε φάση άρνησης. Και άλλες περιφερειακές χώρες έχουν προβλήματα φερεγγυότητας και ανταγωνιστικότητας ελληνικού τύπου. Η Πορτογαλία, για παράδειγμα, μπορεί επίσης να αναγκαστεί να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση χρειών και έξοδο από την ευρωζώνη.
Οικονομίες φερέγγυες αλλά με πρόβλημα ρευστότητας, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, θα χρειαστούν στήριξη ρευστότητας από την Ευρώπη ανεξαρτήτως του τι θα συμβεί με την Ελλάδα. Οι σημαντικοί πόροι που σπαταλώνται για την στήριξη της Ελλάδας θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την προάσπιση αυτών των οικονομιών και των τραπεζών σε άλλες χώρες της περιφέρειας.
Η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη έχει και δευτερογενή πλεονεκτήματα: Άλλες οικονομίες της ευρωζώνης που βρίσκονται επίσης στο επίκεντρο της κρίσης, θα έχουν τη δυνατότητα να αποφασίσουν οι ίδιες εάν θέλουν να συνεχίσουν εντός ή εκτός ευρωζώνης, με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνεπάγεται αυτή η απόφαση. Ανεξαρτήτως του τι θα πράξει η Ελλάδα, πρέπει να υπάρξει ταχύτατα αναδιάρθρωση των κεφαλαίων στις τράπεζες της ευρωζώνης. Και για αυτό απαιτείται ένα νέο πανευρωπαϊκό πρόγραμμα που να μην στηρίζεται σε ομιχλώδεις προβλέψεις και πλαστά stress tests. Η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα μπορούσε να είναι ο καταλύτης για την έναρξη αυτής της διαδικασίας.
Η πρόσφατη εμπειρία της Ισλανδίας, όπως επίσης και πολλών άλλων αναπτυσσόμενων αγορών τα τελευταία 20 χρόνια, δείχνει ότι η ελεγχόμενη αναδιάρθρωση και η μείωση του εξωτερικού χρέους μπορεί να οδηγήσει σε ανάκτηση της βιωσιμότητας του χρέους, ανταγωνιστικότητα και ανάπτυξη. Όπως συνέβη και στις προηγούμενες περιπτώσεις, έτσι και στην Ελλάδα θα υπάρξουν σημαντικές παράπλευρες απώλειες, αλλά θα είναι περιορισμένες.
Όπως συμβαίνει σε έναν κακό γάμο που οδεύει στον τελικό χωρισμό, έτσι και τώρα είναι καλύτερα να υπάρξουν κανόνες που θα κάνουν το διαζύγιο λιγότερο δαπανηρό και για τις δύο πλευρές. Ο χωρισμός και το διαζύγιο είναι μία οδυνηρή και δαπανηρή διαδικασία ακόμη και όταν υπάρχουν αυτοί οι κανόνες. Μην αυταπατάστε... Ακόμη και μία ελεγχόμενη έξοδος από το ευρώ θα είναι δύσκολη. Το να παρατηρούμε όμως, άπραγοι την βραδεία και ανεξέλεγκτη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας θα είναι ακόμη χειρότερο.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου