του Πάνου Λουκά
Ζώντας σε μια εποχή συνεχών αλλαγών, βιώνοντας καταστάσεις ασύγκριτες στην μέχρι τώρα ελληνική κοινωνία (τουλάχιστον κατά την πρόσφατη ιστορία της) ο Ελληνικός Εθνικισμός γνωρίζει στις μέρες μας μια πρωτοφανή δυναμική, κατά τα φαινόμενα. Ταυτόχρονα όμως καθίσταται εμφανής και μια αδυναμία προβολής ρεαλιστικών προτάσεων σχετικά με την στόχευση που πρέπει να λάβει η χώρα μας στο μέλλον.
Ακραιφνείς ευρωπαΐζουσες φωνές επικαλούνται την σημερινή πραγματικότητα της υποβάθμισης των κρατών – εθνών, προάγοντας την λύση της Ενωμένης Ευρώπης, που σίγουρα η εθνικιστική εκδοχή δεν συνδέει με το σημερινό παρηκμασμένο μόρφωμα της EE και την οικονομιστική μονοδιάστασή του. Η επίκληση των πραγματικών Ευρωπαϊκών αξιών και ιδανικών, που στην πραγματικότητα αποτελούν και απαύγασμα της Ελληνικής φιλοσοφίας και κοσμοθέασης, πράγματι είναι το βασικό σημείο επαφής, καθώς τα θεμέλια της ιστορικής Ευρώπης βασίζονται κατά κύριο λόγο στον Ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Εκτός δε της γεωγραφικής ιδιαιτερότητας της ηπείρου, το βιολογικό στοιχείο της κοινής – στο απώτατο παρελθόν – καταγωγής και των κοινών πολιτισμικών καταβολών, σε επίπεδο παραδόσεων και θρησκείας, βελτιώνει κατά πολύ τις πιθανότητες επιτυχίας ενός ανάλογου εγχειρήματος, καθώς η Ενωμένη Ευρώπη στον μελλοντικό κόσμο, θα στηριζόταν σε δυνατά θεμέλια, δύσκολα να διαβρωθούν από τις κοσμογονικές αλλαγές που συμβαίνουν στον πλανήτη. Η άλλη άποψη, αντιμετωπίζει την σύγχρονη EE ως ένα ακόμα παρακλάδι του διεθνούς επικυρίαρχου, του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και των τοκογλύφων, εκφραστών του καπιταλισμού, εστιαζόμενη κατά κύριο λόγο στο συναισθηματικό κομμάτι του εθνικιστικού θυμικού. Ο Εθνικισμός, όντας μία ολοκληρωμένη κοσμοθέαση, δεν περιορίζεται μόνο στην βιολογική πραγματικότητα, αλλά επιδιώκει και την αγαστή συνεργασία των μελών του έθνους, προς όφελος της κοινότητας, κάτι που όπως είναι φυσικό περιλαμβάνει και το οικονομικό κομμάτι της καθημερινότητας μας, με σκοπό την ευημερία όλου του έθνους.
Αναγνωρίζοντας πώς το σύγχρονο καπιταλιστικό κατεστημένο αντιμάχεται την συνειδητοποιημένη εθνική αντίσταση, επιδιώκοντας να πολτοποιήσει διαφορετικούς λαούς στον βωμό του οικονομικού κέρδους για να εξαϋλώσει την φυσική τους αντίδραση, η αντίσταση με κάθε μέσο στην επελαύνουσα νέα τάξη πραγμάτων, είναι μονόδρομος. Η σύγχρονη γενιά των νεοφιλελεύθερων που κυριαρχούν στην επικαιρότητα συνεχίζοντας επάξια την παράδοση των Ρηγκανόμικς και της Θάτσερ, έχει την βάση της στον αγγλοσαξονικό κόσμο, κατά κύριο λόγο με διαφορετικές εκφράσεις και εκφάνσεις στην ηπειρωτική Ευρώπη από την μία και από την άλλη στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Αντίθετα, απέναντι σε αυτό το κατεστημένο που βασίζεται κατά κύριο λόγο στην ελεύθερη ασυδοσία της αγοράς, συντάσσονται χώρες που επιλέγουν να αποτελέσουν τον άλλο πόλο οικονομικής κυριαρχίας, αναπτύσσοντας μια εναλλακτική επιλογή δύναμης, αντίθετες με τα οικονομικά συμφέροντα των WASP χρηματιστών και των συνοδοιπόρων τους. Η Ρωσία, η Βενεζουέλα, η Κίνα, το Ιράν, λόγω των γεωπολιτικών ισορροπιών στον σύγχρονο κόσμο έχουν επιλέξει έναν διαφορετικό δρόμο, στηριζόμενες κατά κύριο λόγο είτε στον ορυκτό πλούτο τους ή στην μεγάλη παραγωγική τους βιομηχανία, αποτελώντας έναν εναλλακτικό πόλο ισχύος, στον οποίο πόλο θα έπρεπε να στραφεί η Ελλάδα για υποστήριξη, απεμπολώντας την παραδοσιακή πολιτική συμμαχιών της με την θαλάσσια δύναμη.
Απέναντι σε αυτές τις σκέψεις και προτάσεις, οφείλουμε ως Έλληνες Εθνικιστές να σκεφτούμε καταρχάς προς τα πού είναι το συμφέρον μας και ποια είναι κυρίως η θέση μας ως Ελληνικό κράτος. Η άποψη πως Κίνα, Ρωσία, Βενεζουέλα, Ζιμπάμπουε και Σομαλία θα δανείσουν μετά χαράς το Ελληνικό κράτος αφού αποφασίσουμε να αποδεσμευτούμε από το μνημόνιο και την EE, είναι στοιχείο άκρατου λαϊκισμού και χάιδεμα στα αυτιά της πλέμπας, χρήσιμο ως βραχυπρόθεσμη προπαγάνδα σε περιόδους έντασης. Πρώτον, τα κράτη δεν είναι φιλανθρωπικοί οργανισμοί για να δανείσουν έναν αφερέγγυο μπαταχτσή, όπως έχει εξελιχθεί το failed state «Ελλάδα», χωρίς παραγωγική βάση, και χωρίς προοπτικές ανάπτυξης. Δεύτερον, εδώ μπαίνει το μεγάλο ερώτημα τι μπορεί να προσφέρει η Ελλάδα ως αντάλλαγμα σε πιθανό δανεισμό και ποιος είναι πρόθυμος να δεχθεί όσα έχουμε να προσφέρουμε. Και επειδή πολύς λόγος γίνεται τον τελευταίο καιρό, με απευθείας αναφορές στον ορυκτό πλούτο και στα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου που πιθανόν υπάρχουν εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, η σύγχρονη εκδοχή του «λεφτά υπάρχουν» είναι πλέον το «ανακήρυξη της ΑΟΖ».
Στην σύγχρονη γεωπολιτική σκακιέρα όμως, η εκμετάλλευση των τυχόν πετρελαϊκών κοιτασμάτων στην ελληνική επικράτεια είναι ευθέως αντίθετη προς τα ρωσικά συμφέροντα και σύμφωνη με τις αμερικανικές επιδιώξεις. Στον σύγχρονο κόσμο, που οι ΗΠΑ τείνουν να επιτρέψουν την άνοδο μικρότερων, περιφερειακών δυνάμεων, ένας από τους βασικούς στόχους τους για να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία τους, είναι η αδυναμία ενδυνάμωσης της Ευρώπης. Η μέχρι στιγμής ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τα ρωσικά κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου, έχει οδηγήσει και σε σύσφιξη των σχέσεων τους, ειδικότερα μετά την απόφαση της Γερμανίας να κλείσει τα πυρηνικά της εργοστάσια. Αντίθετα, και με την πολιτική των αγωγών, που ένεκα South Stream μάθαμε και στην Ελλάδα, οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν προμήθεια ενέργειας στην EE και από άλλες πηγές, κάτι που φαίνεται να πετυχαίνουν τώρα, με τα ενεργειακά κοιτάσματα της Κύπρου και ίσως της Ελλάδος. Η Ρωσία λοιπόν δεν έχει κάποιον λόγο να σταθεί αλληλέγγυα στην προσπάθεια εκμετάλλευσης της ελληνικής ΑΟΖ, πολύ απλά ως πιθανός εμπορικός ανταγωνιστής, ειδικότερα από την στιγμή που, έχοντας ως παράδειγμα το κυπριακό αντίστοιχο, οι εταιρίες που θα εκμεταλλευτούν τυχόν κοιτάσματα, θα προέρχονται από το αμερικανο-ισραηλινό λόμπι και όχι από το ρωσικό.
Η Ελλάδα όμως, δεν έχει την πολυτέλεια να απολέσει κανέναν από τους συμμάχους της. Η ίδια μας η Ιστορία οφείλει να είναι οδηγός μας, φως στην πορεία μας και στο μέλλον μας, από την αρχαία μας, ζωντανή ακόμα, παράδοση του κοινοτισμού, μέχρι και την βυζαντινή διπλωματία, που συνεχίζει να είναι παράδειγμα προς μίμηση. Βλέποντας τον απέλπιδο αγώνα των υπόδουλων Ελλήνων ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μόνιμη ελπίδα των επαναστατών ήταν η ομόθρησκη και ομόδοξη Ρωσική Αυτοκρατορία, που πολλές φορές ενίσχυσε τον αγώνα για απελευθέρωση. Η βοήθεια όμως έφτανε όταν βόλευε και τις επιδιώξεις της Ρωσίας, όταν δε πετύχαιναν ειρήνη με τους Οθωμανούς, οι «τρελοί» Έλληνες αφήνονταν στην τύχη τους και στην λεπίδα του Τούρκου σφαγέα και των υπηρετών τους. Γι’ αυτό και σήμερα, η επίκληση της Ρωσίας οφείλει να γίνεται μόνο με πλήρη γνώση σχετικά με σύμπλευση συμφερόντων των δύο μας κρατών και όχι με ρομαντικές κορώνες και όνειρα θερινής νυκτός.
Η καθολική επίσης απόρριψη της σημερινής Ευρώπης και η επίκληση μιας δήθεν μοναδικότητας ενός ανάδελφου έθνους, είναι εκτός πραγματικότητας. Είμαστε η βάση της Ευρώπης, είμαστε η μήτρα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, είμαστε Ευρωπαίοι και όχι Ανατολίτες. Τα σύνδρομα που κληρονομήσαμε από την πολύχρονη Οθωμανική κατοχή γιγαντώθηκαν προς τέρψη των πολιτικών ταγών μας, που επέλεξαν να προβατοποιήσουν τον λαό, για να μπορούν να τον ελέγχουν καλύτερα, και η ελληνική κοινωνία έμαθε τον εύκολο δρόμο της εύπεπτης αλήθειας, αντί για τον δύσκολο δρόμο της αρετής, παραβλέποντας τον μύθο του Ηρακλή. Εμείς όμως, ως σύγχρονοι Εθνικιστές, οφείλουμε να αγκαλιάσουμε τον λαό μας και να ζητήσουμε πραγματικά επιστροφή στις ρίζες μας, επιστροφή στις Αξίες και τα Ιδανικά που μεταλαμπαδεύσαμε σε όλη την Ευρώπη.
Είμαστε τα σύνορα της Ευρώπης με την Μέση Ανατολή, είμαστε το όριο μεταξύ Δύσης και Ανατολής, και οφείλουμε να πάρουμε παράδειγμα από την δική μας ιστορία. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Ελληνικού Έθνους (ή Βυζάντιο για όσους θέλουν να την υποτιμήσουν) αποτελεί φάρο με την πραγματιστική της πολιτική διεθνών σχέσεων. Όντας για πολλά χρόνια σε εμπόλεμη κατάσταση με τον ακμάζοντα ισλαμικό κόσμο, είχε διαμορφώσει ένα modus vivendi με τους μουσουλμάνους, modus vivendi που υιοθέτησαν αργότερα και τα σταυροφορικά κράτη της Μέσης Ανατολής, αντιμετωπίζοντας ρεαλιστικά την πραγματικότητα. Έτσι και σήμερα, η Ελλάδα όντας σύνορο της Ευρώπης, οφείλει να υιοθετήσει μια ανάλογη στάση, αντιμετωπίζοντας το επελαύνον Ισλάμ ως πολέμιο, αλλά όχι υποτιμητικά, αναγνωρίζοντας τις τοπικές μας ιδιαιτερότητες και αξιοποιώντας αυτές.
Ούτε προτεκτοράτο λοιπόν της Ρωσίας ή πύλη εισόδου της Κίνας στην Ευρώπη, ούτε 51η πολιτεία των ΗΠΑ ή αποπαίδι μιας οικονομοκρατούμενης σάπιας «Ευρωπαϊκής Ένωσης». Ευρώπη, όχι το έκτρωμα της EE, αλλά μια πραγματική ενωμένη Ευρώπη, μια μεγάλη πατρίδα για όλους τους Ευρωπαϊκούς λαούς, μια Ευρώπη ενωμένη και δυνατή, μια Ευρώπη από την Λισαβόνα μέχρι το Βλαδιβοστόκ, μια Ευρώπη δυνατή, ισχυρή, ελεύθερη, με αξίες ελληνικές και όχι προτεσταντικές.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 33 του περιοδικού Patria.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου