Στο μεσοδιάστημα που
μεσολάβησε ως την έναρξη της ηγεμονίας του Τζανέτμπεη Γρηγοράκη,
διαδραματίστηκαν στη Μάνη σημαντικά γεγονότα. Πρώτα - πρώτα είχε αρχίσει ήδη από
1779 η εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τους Τουρκαλβανούς που χωρίς καμιά
διάκριση είχαν αρχίσει να εκβιάζουν και να ληστεύουν και τους Τούρκους τους
ίδιους.
Για την εξόντωση τους έστειλε τότε ο Σουλτάνος
το περίφημο Καπουδάν πασά Χασάν Τζελαϊδή που ήταν και Βεζύρης και τώρα Βαλεσής
και Σερασκέρης της Ρούμελης με στρατό και με στόλο. Όταν έφθασε στο Ναύπλιο ο
Χασάν πασάς έστειλε μήνυμα στους Τουρκαρβανίτες να φύγουν αμέσως από το Μοριά.
Μόνο οι Τσάμηδες τον άκουσαν κι έφυγαν.
Οι άλλοι, κάπου 7.000 αρνήθηκαν να υπακούσουν
στη διαταγή του. Τότε ο Χασάν πασάς χωρίς ενδοιασμούς και με την ευφυΐα πού τον
διέκρινε και την πολιτικότητά του, ζήτησε την συνδρομή και των Ελλήνων
κλεφταρματολών της Πελοποννήσου πού έφταναν τις 5.000. Όλοι δέχτηκαν να τον
βοηθήσουν και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα οι Τουρκαρβανίτες είχαν εξοντωθεί. Η
σφαγή τους υπήρξε ανεπανάληπτο γεγονός και ο Χασάν πασάς με τα κεφάλια τους,
έστησε μέσα στη Τριπολιτσά μακάβρια πυραμίδα.
Φυσικά μετά την εξόντωση των Τουρκαρβανιτών, ο
πανέξυπνος Σερασκέρης δεν χρειαζόταν πια τη «συμμαχία» με τους κλεφταρματολούς.
Σκέφτηκε πως θα έπρεπε να απαλλαγεί και άπ' αυτούς. Έτσι, το 1780 κατέπλευσε στο
λιμάνι του Γυθείου (Μαραθωνήσι). Είχε μαζί του μεγάλο ασκέρι και στόλο.
Μανιάτμπεης ήταν ακόμη ο Μιχάλμπεης Τρουπάκης.
Χωρίς να χάση καιρό, κάλεσε ο Σερασκέρης τους
δυο φημισμένους αρχικλέφτες της Μάνης και του Ταΰγετου ( Κωνσταντίνος
Κολοκοτρώνης και Παναγιώταρος Βενετσανάκης) να του δηλώσουν υποταγή και να τον
«προσκυνήσουν».
Ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης και ο Παναγιώταρος
Βενετσανάκης, οι θρυλικοί κλεφταρματολοί, ήταν οχυρωμένοι με τις οικογένειές
τους και τα παλικάρια τους μέσα στους πύργους τους στη Καστάνια της Μάνης. Από
εκεί έκαναν εφόδους κι είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων στα σύνορα
της Μάνης και στις περιοχές της Λακωνίας. Μόλις ήρθε το μήνυμα της υποταγής από
το Χασάν πασά, κάλεσαν σε συναγερμό τους καπετάνιους της Δυτικής (αποσκιαδερής)
Μάνης και με 150 παλικάρια τους κλείστηκαν και ταμπουρώθηκαν στους πύργους
τους.
Εδώ οι υπερήφανοι κλέφτες της Μάνης, έγραψαν
σελίδες άφταστου ηρωισμού. Κάπου 10.000 Τούρκοι με πυροβολικό έχοντας και τη
σύμπραξη των Τουρκομπαρδουνιωτών, άρχισαν να τους πολιορκούν. Ο Κωνσταντίνος
Κολοκοτρώνης και ο Παναγιώταρος Βενετσανάκης, αντιστάθηκαν δώδεκα
μερόνυχτα.
Οι ενισχύσεις όμως πού περίμεναν δεν ήρθαν
γιατί είχαν κλείσει τους δρόμους οι Τούρκοι ή το πιο πιθανό γιατί ο Παναγιώταρος
δεν είχε συμπάθειες ανάμεσα στους καπετάνιους της Μάνης, εξαιτίας της
υπεροπτικής και ανυπότακτης συμπεριφοράς του. Αλλά και ο καπετάνιος της
Ανατολικής (Προσηλιακής Μάνης) Τζανέτος Καπετανάκης Γρηγοράκης — ο κατοπινός
Τζανέτμπεης Γρηγοράκης — αρνήθηκε να τους βοηθήσει παρ’ όλο πού είχε συγγενικό
δεσμό με τον Παναγιώταρο, γιατί είχε δυσαρεστηθεί μαζί του. Ο Παναγιώταρος
άλλωστε δεν δεχόταν διαταγές από τους Γρηγοράκηδες.
Στην απελπισμένη έξοδο πού επιχείρησαν
πολεμώντας με τα γιαταγάνια στο χέρι, οι ηρωικοί κλέφτες, έγινε μεγάλος
χαλασμός. Οι εχθροί γύρω τους ήταν χιλιάδες και στο πεδίο της μάχης έπεσαν οι
περισσότεροι και μαζί τους οι δύο αρχηγοί. Μεταξύ εκείνων πού σώθηκαν ήταν και η
γυναίκα του Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνη, που ντυμένη αντρικά και παλεύοντας με
ακατάβλητο θάρρος κατάφερε να σωθεί και να σώσει από τα έξι παιδιά της, μια κόρη
της και το μικρότερο γιο της.
Αυτός ο μικρός γιος πού σώθηκε από τη σφαγή στη
Καστάνια ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο μεγάλος «γέρος του Μοριά». Ο ίδιος στα
απομνημονεύματά του, διηγείται την επική μάχη των Πύργων στη Καστάνια με τα απλά
και απέριττα λόγια του:
«Ήσύχασεν η Πελοπόννησος. Τους 80 εκατέβη ο
ίδιος ο Καπετάμπεης και χάλασε τον πατέρα μου και τον Παναγιώταρον Βενετσανάκην.
Ήλθεν η αρμάδα εις το Μαραθονήσι τα στρατεύματα στερεάς και θαλάσσης. Η
Καστάνιτσα αποικία, όπου ήτον ο Κολοκοτρώνης κι ο Παναγιώταρος, έξι ώρας μακράν
από το Μαραθονήσι.
Έρχοντας η αρμάδα, ο Παναγιώταρος, ως Μανιάτης,
επροσκάλεσε βοήθεια από τους Μανιάτας, και οι Μανιάτες υποσχέθηκαν ότι πάνε
βοήθεια και ο δραγουμάνος ο Μαυρογένης ως Έλλην και τεχνίτης έκαμε τον Μιχάλη
Τρουπάκη Μπέη και για να τον κάμη Μπέη αλικώτησε την βοήθεια και επήρε το
κάστρο. Επήγε το ασκέρι 14.000, και τους επολιόρκησε.
Μία ώρα στράτα αλάργα έστησε το ορδί. Έστειλεν
ο Σερασκέρης Αλήμπεης ένα γράμμα για να προσκυνήσουν και να του δώσουν ενέχυρα
ένα παιδί ο ένας και ένα ο άλλος, και να τραβήξη χέρι από δαύτους, αυτοί
απεκρίθηκαν: ‘’Δεν προσκυνούμε, θέλομε πόλεμο και οποίος μείνη νικημένος ας
προσκύνηση’’. Αυτός ήλπιζε από την Μάνην βοήθεια. Τους πολιόρκησαν τα Τούρκικα
στρατεύματα, έβγαλαν κανόνια και βόμβαις, τους πολεμούσαν ήμερα καί νύκτα ούτε
οι βόμβαις τους έκαναν φόβον ούτε τα κανόνια, όμως επολέμησαν δώδεκα ημέραις και
δώδεκα νύκτες με ανδρεία και γενναιότητα.
Όταν είδαν ότι βοήθεια δεν έρχεται, απεφάσισαν
να φύγουν από τους πύργους. Οι πύργοι ήτον δύο, και ο ένας ήταν του πατέρα του
Παναγιώταρου και ο άλλος του πατέρα μου και του Παναγιώταρου· ο πατέρας του
Παναγιώ-ταρου ήτον 80 .ετών, ως και η μητέρα του, και μην ημπορώντας να φύγουν
εις το γιουρούσι, με τα άλλα γυναικόπαιδα, είπε του Παναγιώταρου και πατέρα μου·
«βάλτε φωτιά στους άλλους πύργους, εγώ μένω εδώ, έμεινε μ' ένα δούλο και με την
γυναίκα του και μία δούλα με σκοπόν να πολεμήση ελπίζοντας να έλθη βοήθεια από
τα παιδιά του έπειτα. Ο πόλεμος του ήτον με τον δούλον, η τέχνη του μεγάλη·είχε
φυτίλι να γυρίση μαζί με τους Τούρκους.
Αυτοί πού επολεμούσαν μέσα έπεσαν εις το ορδί
του Σερασκέρη, με τα σπαθιά εις το χέρι, μόνον τρεις εσκοτώθησαν άνδρες, και
μέρος γυναίκες, και έμειναν πολλά παιδιά σκλάβοι·και έτσι έμειναν δύο αδέλφια
μου σκλάβοι, το ένα τριών χρόνων και το άλλο ενός, άλλα δύο εσκλαβώθηκαν, και
έπειτα ελευθερώθηκαν. Όταν έκαμαν το γιουρούσι, έπιασαν τα βουνά οι Τούρκοι δια
νυκτός εβασίλευε το φεγγάρι εις την μέσην νύκτα, και βασιλεύοντας το φεγγάρι
εβγήκαν νύκτα μικρή και δεν έλαβαν καιρόν να φύγουν κατά την Μάνη·επήγαν εις
τους λόγκους κ' επήρε ημέρα. Τον Παναγιώταρον ζωντανόν τον έπιασαν και έπειτα
τον εσκότωσαν οι Μπαρδουνιώταις.
Ο πατέρας μου εσκοτώθηκε με δύο του αδέλφια,
Αποστόλη και Γεώργη, ο ένας εις τον λόγκον, ο άλλος μοναχός του, διατί
ελαβώθηκε' εγλύτωσεν ένας μπάρμπας μου, Αναγνώστης, ο από τους κλεισμένους
τέσσαρους αδελφούς Κολοκοτρώνη. Εγώ, η μάννα μου, η αδελφή μου εγλύτωσαν με τα
παλληκάρια του πατέρα μου. Εις το γιουρούσι ελαβώθηκε με σπαθί ο Κωσταντής
Κολοκοτρώνης, και με προδοσία ενός Τούρκου φίλου εσκοτώθηκε, δεν εφάνη το κεφάλι
του, οι φονείς του τον εσκότωσαν και τον έκρυψαν δια το βίο του.
Όσα είχεν απάνω του, σε τρία χρόνια τον ξέθαψαν
τον Κολοκοτρώνη Κωσταντή, από το μικρό δάκτυλο τον γνώρισαν οπού είχε γυρισμένο
από μία σπαθιά τουρκική·τον είχαν κρύψει εις μία τρούπα της "Αρνης καί
Κοτζατίνας’’ τον έθαψαν έπειτα εις την Μηλιά.
Ήτον μελαψώτερος, μονοκόκκαλος, δυνατός,
ογλήγορος, με ένα καθάριο άτι δεν τον έπιανες, 33 χρόνων, μέτριος, μαυρομμάτης,
λιγνός·οι Αρβανίται τον είχαν τόσο τρομάξει που έκαμναν όρκον: να μην γλυτώσω
από του Κολοκοτρώνη το σπαθί. 700 μπουλουκτζίδαις εσκότωσε πριν.
Ο Παναγιώταρος ήτον γίγαντας, νέος, μαύρα
μαλλιά, «σόι άνθρωπος» άσπρος, 37-38 χρόνων. Εις την Ανδρούσαν εσκοτώθη ο γέρο
Γιάννης Κολοκοτρώνης, έπειτα τον εκδίκησε ο υιός του. Ο γέρο Γιάννης
Κολοκοτρώνης, του έκοψαν χέρι και πόδια και τον εκρέμασαν.
Ο γέρων πατέρας του Παναγιώταρου επολέμαε από
τον πύργον και εμαρτύρησε το φυτίλι ο δούλος που επροσκύνησε, και τον γέροντα
τον έπιασαν ζωντανό. Ο Καπετάμπεης ερώταε: διατί δεν προσκυνάει: ‘’Τώρα
προσκυνώ, προσκυνημένο κεφάλι δεν κόβεται’’. Του έκοψαν χέρι και πόδια, τον
κατράμισαν»1.
O ένδοξος θάνατος των Κολοκοτρώνηδων και των
Βενετσανάκηδων και των άλλων κλεφτών της Μάνης, έγινε δημοτικό τραγούδι:
Τ’ έχουν της Μάνης τα βουνά όπου είναι
βουρκωμένα;
Καν o βοριάς τα βάρεσε, καν h νοτιά τα
πήρε.
Μηδέ νοτιά τα βάρεσε, μηδ’ δ βοριάς τα
πήρε,
Παλεύει o καπετάν πασιάς με τον
Κολοκοτρώνη.
Στεριά παλεύει o Αλήμπεης μ’ άρματα του
πελάγου,
Στην Άρεια που έρριψε τ' ορδί διαβάζει το
φερμάνι.
Ποιος είνε o Παναγιώταρος, ποιόν λεν
Κολοκοτρώνη;
Να 'ρθούν να προσκυνήσουνε, ραγιάδες να
γενούνε.
Τ’ ακούει ο Παναγιώταρος, παράξενο του
φάνη,
Δεν προσκυνούμ' Αλήμπεη, ο νους σου μην το
βάνη
Τ’ άρματα δεν τα δίδομε, ραγιάδες να
γενούμε,
Παρά θα γένη πόλεμος με τόπια, με
ντουφέκια.
Κι' Αλήμπεης, σαν τ‘άκουσε πολύ του
κακοφάνη,
Δώδεκα μέρες πολεμάει με τόπια, με
ντουφέκια.
Την Κυριακή το δειλινό μεγάλα τόπια
βγάλαν,
Καρσί στον Πύργο τόβαλαν, τον πύργο να
χαλάσουν.
Βλέπουν τον πύργο κ’ έτρεμε κ’ ήθελε να
πέση,
Κ’ οι κλέφταις έπλακωσανε καΐ τα νησιά
γιομίσαν.
Κ' οι Μπαρδουνιώταις πάν κοντά που ξέρουν τα
γιατάκια,
Στη Μάρο δεν επήγανε. στην Πάρο και στη
Λάρσα.
Που ήτον ο Παναγιώταρος κι ο
Γιαννο-Ρουμελιώτης
Πουλάκι επήγε κ' έκατσε στην έρημη
Καστάνια.
Δεν εκελάιδει κ’ έλεγε ανθρωπινή λαλίτσα.
Πολύ κακό πού πάθανε οι Κολοκοτρωναίοι,
Πού τους εσκλάβωσ' ή Τουρκιά, τα’ Αλήμπεη τ’
ασκέρι.
Την ταπεινή Αναγνώσταινα την πήραν οι
Λαλιώταις,
Τη δόλια την Γεωργάκαινα την παν στην
Καλαμάτα.
Κ’ η Κωσταντού ήταν πονηρή κ’ έντύθηκε τα’
ανδρίκια,
Πήρε το αλαφρό σπαθί και το βαρύ τουφέκι
Και με τους άνδρες έσμιξε και πάει τη μέσα
Μάνη.
Κ’ Αλήμπεης πού τα’ άκουσε πολύ του
κακοφάνη
Δεν είχα Τούρκους εδικούς, δεν είχα
παλληκάρια.
Για να την πιάσουν ζωντανή
.......................................
Πολύ σκοτίδιασε δ ουρανός, πάλι να βρέξει
θέλει,
σκοτίδιασε η Μαυρομηλιά και της Μηλιάς ο
κάμπος.
Έσύρανε τα ρέματα, έσυραν τα λαγκάδια,
Κ’ εκόπηκε το πέρασμα, κ’ εκόπη το
γιοφύρι.
που κει περνάει η κλεφτουριά, οι
Κολοκοτρωναίοι,
με τα μπαϊράκια τα χρυσά, τοις
άσημομπιστόλαις.
Κινάν και πάν’ς την εκκλησιά για να
λειτουργηθούνε,
φορούν τα πόσια τα χρυσά, τοις
άσημοπαλάσκαις.
Σίντας ξελειτουργήσανε και βγηκαν'ς την
κουβέντα,
πετάχτηκε ο Κωσταντής και λέει του
Δημητράκη
«Τούτ’ η χαρά που 'χομ’ εμείς σε λύπη θα μας
φέρη,
πολλή Τουρκιά μας έζωσε, ο Θεός να μας
γλυτώση».
Τ' ακούει ο Παναγιώταρος κ' εσβήστη από τα
γέλια,
«Τι λες κουμπάρε Κωσταντή τι λες τι
κουβεντιάζεις;
Τίγαρις είναι του Μυστρά να το πατούν οι
Τούρκοι;
Ποτέ δεν επατήθηκε της Καστανιάς ο
πύργος,
ουδέ ο Τούρκος τον πάτησε, μαϊδέ και δ
Αλλαμάνος».
Τρεις περδικούλαις κάθουνται'ς τον πύργο της
Καστάνις,
η μία κλαίει τον Κωσταντή, η άλλη το
Δημητράκη
κ' η τρίτη η καλύτερη κλαίει τον
Παναγιώτη.
Έτσι άρχισε ο χαλασμός των κλεφτών στην
Πελοπόννησο. Από την Καστάνια της Μάνης.
http://ipanagiotaros.blogspot.gr