Ο Χρυσόστομος, Μητροπολίτης Σμύρνης, είναι μια ηρωική μορφή της εκκλησίας μας και συνέδεσε την τύχη του και το τραγικό του τέλος με την τύχη του μικρασιατικού ελληνισμού.
Γεννήθηκε το 1867 στην κωμόπολη Τρίγλια της Προποντίδος, κοντά στα Μουδανιά. Στο μέρος αυτό υπογράφτηκε, στις 30 Σεπτεμβρίου του 1922 η ντροπιαστική ανακωχή που επισφράγιζε ίσως τη μεγαλύτερη ιστορική τραγωδία του Ελληνισμού. Την εγκατάλειψη της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Από νωρίς ο Χρυσόστομος είχε την επιθυμία να γίνει κληρικός. Έτσι λοιπόν ο πατέρας του τον στέλνει εσωτερικό στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης το 1884. Εκεί ο Χρυσόστομος ξεχώρισε, γιατί συνδύαζε την λεβεντιά με την χριστιανική αρετή. Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια της ιεροσύνης και ύστερα από διαρκή προσφορά στα φλέγοντα ζητήματα της Εκκλησίας και της Πατρίδος, η Ιερά Σύνοδος το 1902 (και σε ηλικία 35 ετών) τον εξέλεξε παμψηφεί Μητροπολίτη Δράμας, Ζηχνών και Νευροκοπίου. Το πέρασμά του από την Μητρόπολη Δράμας συνδέθηκε με το αποκορύφωμα του Μακεδονικού Αγώνα. Η Μητρόπολη Δράμας ήταν η πιο βασανισμένη και διαρκώς απειλούμενη επαρχία της Μακεδονίας. Ο Χρυσόστομος έγινε δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό από τον τοπικό πληθυσμό.
Επιτέλεσε στο ακέραιο το εκκλησιαστικό και εθνικό του καθήκον και μαζί με άλλους μακεδονομάχους και κληρικούς έσωσε την ελληνικότητα της Μακεδονίας από διπλό κίνδυνο. Η Μακεδονία τότε βρισκόταν κάτω από τον τουρκικό ζυγό, αλλά ο βουλγαρικός εθνικισμός και ο πανσλαβισμός είχαν σκοπό να διαδεχτούν τους Οθωμανούς και να την ενσωματώσουν στη «Μεγάλη Βουλγαρία». Ο ελληνισμός είχε ως πνευματικό προστάτη το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως πολιτικό βραχίονα την οργάνωση του Ίωνος Δραγούμη και του Λάμπρου Κορομηλά και ως ένοπλη έκφραση τα μακεδονικά αντάρτικα σώματα που αποτελούνταν από Μακεδόνες Έλληνες και από εθελοντές που ήρθαν από την Νότιο Ελλάδα και την Κρήτη.
Ίδρυσε Μητροπολιτικό Ναό, Μητροπολιτικό Μέγαρο, Νοσοκομείο, Σχολή Αρρένων, Σχολή Θηλέων, Γυμναστήριο, Μουσικό Όμιλο και 34 σχολεία για να μορφώνονται τα ελληνόπουλα, χώρια από εκείνα τα σχολεία και τις εκκλησίες που ξανανοίγει και που είχαν κλείσει με την τρομοκρατία τους οι κομιτατζήδες. Παράλληλα, με τα κηρύγματά του καλούσε τους Έλληνες να αγωνίζονται με κάθε τρόπο κατά των ενόπλων Βουλγάρων κομιτατζήδων.
Συγκεντρώνει επίσης λεπτομερώς στοιχεία και με συνεχή υπομνήματα ενημερώνει το Πατριαρχείο για τις βουλγαρικές αγριότητες στη Μακεδονία: καταλήψεις εκκλησιών και σχολείων, δολοφονίες προκρίτων, δασκάλων, ιερέων. Παράλληλα ενημερώνει και τις τουρκικές αρχές. Όλες όμως οι προσπάθειες πέφτουν στο κενό, αφού δεν υπάρχει καμία αντίδραση. Τότε ο Χρυσόστομος κηρύσσει την αντίσταση στη βία και αρχίζει τις περιοδείες και το κήρυγμα στα χωριά που είχαν προσχωρήσει μερικώς ή ολικώς στην εξαρχία. Ογκώδης ήταν επίσης η αλληλογραφία του με τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τις Προξενικές Αρχές σχετικά με τα δεινά που υπέφερε ο ελληνισμός εξαιτίας της δράσεως των κομιτατζήδων.
Όλη αυτή η πατριωτική του δράση ενοχλεί την τουρκική διοίκηση και ο ανυπότακτος ιεράρχης κρίνεται επικίνδυνος. Οι Τούρκοι προσπαθούν να περιορίσουν τις δικαιοδοσίες του πιέζοντας το Πατριαρχείο να τον ανακαλέσει ή να τον μεταθέσει. Ο Χρυσόστομος αρνείται λέγοντας: «Εντολές λαμβάνω μόνο από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως». Εκείνη λοιπόν την κρίσιμη περίοδο, ο συνδυασμός των συνεχών τουρκικών πιέσεων με την κατάσχεση της μυστικής αλληλογραφίας του με το Πατριαρχείο, αναγκάζουν τον Χρυσόστομο, τον Αύγουστο του 1907 να ανακληθεί και να αποχωρισθεί το ποίμνιό του.
Έναν χρόνο μετά, με την ευκαιρία της παροχής γενικής αμνηστίας ο Χρυσόστομος επέστρεψε στην Δράμα, οι τουρκικές αρχές όμως, του απαγόρευσαν να περιοδεύει στα χωριά της επαρχίας του. Τελικά, στις 10/6/1909 υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει και πάλι βιαίως τη Δράμα και κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη. Όταν εν τω μεταξύ πέθανε ο Μητροπολίτης Σμύρνης Βασίλειος, η Ιερά Σύνοδος εξέλεξε τον Χρυσόστομο ως διάδοχό του στις 11 Μαρτίου 1910.
Ο λαός της Σμύρνης τον υποδέχθηκε με μεγάλο ενθουσιασμό. Εκείνος, από την πλευρά του και τη νέα του θέση, συνεχίζει το εντονότατο πατριωτικό και θρησκευτικό του έργο, προκαλώντας και πάλι τη μήνι των Τούρκων επειδή κρίθηκε ως «επικίνδυνος διά την δημόσιαν τάξιν και εχθρός των εθνικών συμφερόντων». Έπειτα από πολλές διαμαρτυρίες και καταγγελίες, του ζητήθηκε να αποχωρήσει εκουσίως, έχοντας μάλιστα το θράσος να του προσφέρουν καλύτερη Μητρόπολη! Ο Χρυσόστομος αποκρίνεται: «Η εκουσία αναχώρησις είναι λιποταξία, η δε αποδοχή της υποσχέσεως ποταπότης αναξία Έλληνος κληρικού. Ας με διώξη βιαίως διά των οργάνων του». Η κατάληξη ήταν η εξορία του στην Κωνσταντινούπολη (η τρίτη στη σειρά).
Έπειτα από 4 χρόνια εξορίας, το 1918, με την ανακωχή του Μούδρου επιστρέφει και πάλι στη Σμύρνη. Φτάνει λοιπόν η ώρα που οι Έλληνες στρατιώτες πατούν το πόδι τους στα μικρασιατικά παράλια. Ο Χρυσόστομος, γονυπετής, ευλόγησε με λυγμούς τις σημαίες. Το χαρμόσυνο γεγονός αμαύρωσε το γνωστό περιστατικό των πυροβολισμών από τους τουρκικούς στρατώνες προς ένα τάγμα ευζώνων, οι οποίοι με εφ΄όπλου λόγχη τους εξουδετέρωσαν.
Ο Χρυσόστομος επισκέφθηκε όλα τα κρατητήρια και έτυχε να αφεθούν ελεύθεροι εκατοντάδες Τούρκοι που είχαν συλληφθεί ως ύποπτοι για το γεγονός. Εκτός από αυτό, επισκέφθηκε και την τούρκικη συνοικία προσφέροντας τρόφιμα, φάρμακα, ακόμη και ρουχισμό στους αναξιοπαθούντες, αποτρέποντας τυχόν πράξεις αντεκδικήσεως από πλευράς Ελλήνων, αποδεικνύοντας εμπράκτως το γνήσιο Χριστιανικό του πνεύμα, που ορίζει «αγάπα τον εχθρόν σου». Δυστυχώς όμως, οι Τούρκοι δεν φάνηκε να έχουν ανάλογες ευαισθησίες, όπως έδειξε το μέλλον…
Ο καιρός περνά και τα γεγονότα τρέχουν, η κατάσταση αντιστρέφεται και ο εφιάλτης πλησιάζει στη Σμύρνη μαζί με τους Τούρκους. Ο πόλεμος γενικεύθηκε. Ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει με σκληρούς αγώνες τη γραμμή Εσκί Σεχίρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ. Στη σύσκεψη της Κιουτάχειας (Μάρτιος 1921) αποφασίζεται η μοιραία προέλαση κατά της Αγκύρας, για να δοθεί το οριστικό πλήγμα στον Κεμάλ. Ο ελληνικός στρατός περνά το Σαγγάριο, προελαύνει ως τις παρυφές της Αγκύρας, αλλά εδώ φθάνει στα όρια της εξαντλήσεως. Η Ελλάδα εγκαταλείπεται οικονομικά και διπλωματικά από τους συμμάχους της. Όλοι εκδηλώνονται υπέρ του Κεμάλ και τον βοηθούν, ενώ αυτός αναδιοργανώνεται και προετοιμάζει τη δική του επίθεση. Ο Χρυσόστομος στέλνει επιστολές προς τους αρχηγούς των συμμάχων χωρίς καμία ανταπόκριση…
Όμως οι ενέργειες ενός ιεράρχη δεν μπορούν να αποτρέψουν τα λάθη της πολιτικής και στρατιωτικής μας ηγεσίας. Ο Κεμάλ Ατατούρκ εξαπολύει σφοδρή επίθεση στις 13 Αυγούστου 1922. Το μέτωπο σπάει στο Αφιόν Καραχισάρ. Τα τελευταία τμήματα του Ελληνικού Στρατού φεύγουν από την Σμύρνη. Μαζί με αυτούς, χιλιάδες πρόσφυγες συρρέουν στα παράλια.
Σε μία πόλη απροστάτευτη, όταν όλοι οι στρατιωτικοί και πολιτικοί παράγοντες σπεύδουν να την εγκαταλείψουν, ο Χρυσόστομος είναι ο μόνος που παραμένει. Δέχεται συνεχείς προτροπές να φύγει, και απαντά «Παράδοσις του ελληνικού κλήρου, αλλά και καθήκον του καλού ποιμένος, είναι να παραμείνη με το ποίμνιον του», ενώ στην προσφορά του Γαλλικού Προξενείου να διαφύγει με πλοίο του Γαλλικού Ναυτικού απαντά «Είμαι ποιμήν και οφείλω να μείνω κοντά στο ποίμνιό μου».
Στις 27 Αυγούστου εμφανίζονται οι πρώτοι Τούρκοι τσέτες (άτακτοι) στη Σμύρνη. Ο κόσμος τρομοκρατείται και πλήθος κόσμου συρρέει στη Μητρόπολη, όπου ο Χρυσόστομος κάνει ό,τι μπορεί για να τους βοηθήσει. Την επόμενη μέρα τελεί την τελευταία του λειτουργία στην Αγία Φωτεινή. Τελειώνοντας, μια γαλήνη έχει απλωθεί στο πρόσωπό του, διότι μέσα του γνωρίζει το μαρτύριο που τον περιμένει…
Η πόρτα της εκκλησίας ανοίγει με πάταγο και ένας υπαστυνόμος τον πληροφορεί ότι ο φρούραρχος τον ζητά στο φρουραρχείο, ο Χρυσόστομος οδηγείται εκεί, αφέθηκε ελεύθερος και το ίδιο βράδυ ένα αυτοκίνητο ήρθε και τον πήρε μαζί με 2 ηλικιωμένους Έλληνες δημογέροντες. Όλους μαζί τους φέρνουν μπροστά στον αιμοσταγή Νουρεντίν πασά.
Ο τελευταίος, έβγαλε έναν φάκελο ογκώδη, και του έδειξε όλα τα αποκόμματα από εφημερίδες που περιείχαν λόγους του Χρυσόστομου και τον ρώτησε: Είναι δικοί σου αυτοί οι λόγοι; Εκείνος αποκρίθηκε καταφατικά.
Τότε ο Νουρεντίν του λέει: «Εσένα, παπά, που βρίζεις τους Τούρκους, θα σε παραδώσω έξω στο πλήθος. Αν τους έκανες καλό, θα σου κάνουν κι εκείνοι καλό. Εσείς οι Έλληνες είστε λαός χαμάληδων και χαμάληδες θα σε δικάσουν». Και με αυτά τα λόγια, ανοίγουν οι πόρτες και ο τραγικός Μητροπολίτης παραδίδεται στους «δικαστές του» τον μανιασμένο όχλο που, μεθυσμένος από ρακί και περιμένοντας αποβραδίς, ορμά στον Χρυσόστομο με τα χέρια, με πέτρες, με ξύλα.
Του ξεριζώνουν τα κατάλευκα γένια του. Ένας βαστάζος του λιμανιού, με το μαχαίρι του βγάζει το ένα μάτι του Χρυσοστόμου. Εκείνος κλονίζεται και γονατίζει. Όμως οι φρουροί του τον ξανασηκώνουν και τον υποχρεώνουν να συνεχίσει. Λίγο αργότερα, και το δεύτερο μάτι του το έχουν βγάλει, ενώ και τα μαλλιά του, όπως λίγο πριν τα γένια του, τα ξεριζώνουν! Του αποκόβουν την μύτη και τα αυτιά! Του γδέρνουν ό,τι έχει απομείνει από το πρόσωπο! Το κεφάλι του, μια ατελείωτη πλέον, φρικτή πληγή… Λίγο πριν το τέλος, ένας από τους Τούρκους, αναγνωρίζοντας σε μια κίνηση του Μητροπολίτου το σημείο του σταυρού –διότι, ναι, όσο απίστευτο και αν φαίνεται, ευλογούσε τους διώκτες του, πιστός στις ευαγγελικές επιταγές– εξαγριώθηκε και του έκοψε και τα δύο του χέρια! Σε τέτοια κατάσταση, όπως είναι φυσικό, δεν περπατάει πια – τον σέρνουν. Κι όμως, δεν μίλησε, δεν παρακάλεσε για έλεος, δεν καταράστηκε τα μιάσματα αυτά του ανθρωπίνου γένους. Μόνο καρτερικά περίμενε το τέλος, για να πει, ίσα λίγο πριν ξεψυχήσει: «Θεέ μου…».
Κάποιος τον πυροβολεί για να τελειώσει το μαρτύριό του. Δεν τελειώνει όμως η σκύλευση του σώματός του. Η γνωστή τουρκική κτηνωδία σε όλο της το μεγαλείο… Το άψυχο κορμί του Μητροπολίτη περιφέρεται στους τουρκομαχαλάδες της Σμύρνης και ο κόσμος ξεσκίζει από ένα κομμάτι από τις σάρκες του. Το κεφάλι του, με βγαλμένα τα μάτια, κομμένα τα αυτιά και τη γλώσσα, το έμπηξαν στην πατερίτσα του και το περιέφεραν κι αυτό ουρλιάζοντας από χαρά.
Ο τότε Γενικός Πρόξενος των Ηνωμένων Πολιτειών στην Εγγύς Ανατολή και παρών τις τελευταίες τραγικές μέρες της Σμύρνης, George Horton, στο βιβλίο του «Η μάστιγα της Ασίας», εύγλωττα αναφέρει ότι: «Το μόνο του αμάρτημα ήταν ότι υπήρξε ένας ευφραδής Έλληνας πατριώτης που πίστευε στην εξάπλωση της φυλής του και εργαζόταν για τον σκοπό αυτόν. Πέθανε ως μάρτυρας και του πρέπουν οι μεγαλύτερες τιμές από την Εκκλησία και την κυβέρνηση της Ελλάδας. Του πρέπει ακόμα ο σεβασμός όλων εκείνων των ανδρών και γυναικών που θαυμάζουν την γενναία αντιμετώπιση του φρικτού θανάτου. Ο Πολύκαρπος, ο πολιούχος Άγιος της Σμύρνης, θανατώθηκε στη φωτιά μέσα στο στάδιο που δεσπόζει της πόλης. Ο Τούρκος αλωνίζει στη γη των Επτά Πόλεων και δεν υπάρχει κανείς για να τον σταματήσει. Όμως, η τελευταία σκηνή της οριστικής εξόντωσης του χριστιανισμού από τα πατρογονικά του εδάφη δοξάστηκε με τον ηρωικό θάνατο του τελευταίου χριστιανού μητροπολίτη».
Όσο και αν ακούγεται παράξενο, Γαλλικές εφημερίδες απέκρυψαν το φρικιαστικό γεγονός και μερικές μάλιστα έγραψαν ότι ο Χρυσόστομος ήταν σώος και αβλαβής! Όσον αφορά τους ντόπιους ανθέλληνες, εκτός από το περιβόητο πια “αν δεν νικιόμασταν στην Μικρά Ασία, η Τουρκία θα ήταν σήμερα πεθαμένη και μεις μεγάλη Ελλάδα. Γι αυτό εμείς όχι μόνο δεν λυπηθήκαμε για την αστοτσιφλικάδικη ήττα στην Μικρά Ασία, μα και την επιδιώξαμε” που είχε πει ο Νίκος Ζαχαριάδης στον «Ριζοσπάστη» της 12ης Ιουλίου 1935, σε παλαιότερο φύλλο της ρυπαροφυλλάδας αυτής, στις 26 Νοεμβρίου 1929 αναφέρονται τα εξής: “το πρωί της Κυριακής οι καμπάνες του Μητροπολιτικού Ναού ήχησαν πένθημα, δίνοντας το σύνθημα της γενικής κινητοποίησης: Πρωθυπουργός, Υπουργοί, Στρατηγοί, Ναύαρχοι, Αξιωματικοί, Παπάδες, στρατός, αστυνομία, πόρνες, όλο το σκυλολόι της Μπουρζουαζίας κατέκλεισε τον “ιερό” ναό. Επρόκειτο να γίνει το μνημόσυνο του “εθνομάρτυρος” μητροπολίτου Σμύρνης», «Το μνημόσυνο του Χρυσόστομου του ΠΡΑΧΤΟΡΑ ΑΥΤΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΙΑΣ και ιδιαίτερα η καμπάνια που ξεσήκωσε η Μπουρζουαζία…”, «Ο Τουρκικός τύπος σχολίασε ζωηρώς το μνημόσυνο του Χρυσόστομου παρατηρεί ότι η εξομάλυνσις των εκκρεμών ΕλληνοΤουρκικών ζητημάτων και ο τρόπος με τον οποίον γίνονται τα μνημόσυνα εις ολόκληρον την Ελλάδα εις μνήμην του Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσόστομου είναι ασυμβίβαστος με την προσπάθεια της συνεννοήσεως “!!!
Όταν η Εκκλησία της Ελλάδος αναγνώρισε ως άγιο το μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο κάποιοι διατύπωσαν τις αμφιβολίες τους. Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος όμως πέθανε για τον ορθόδοξο λαό της μητρόπολής του, τον οποίο προστάτευε, επειδή ήταν ορθόδοξος επίσκοπος. Η ιδιότητά του ως ορθόδοξου επισκόπου τον έκανε “αρχηγό” αυτού του λαού και η ίδια αυτή ιδιότητα τον έκανε, προφανώς, να παραμείνει στη θέση του εκείνες τις φοβερές ώρες. Συνεπώς, δε μαρτύρησε επειδή τον κάλεσαν ν’ αρνηθεί το Χριστό και είπε όχι, αλλά εξαιτίας της χριστιανικής του πίστης, που τον οδήγησε στην αυτοθυσία.
Καταλαβαίνουμε όλοι ότι η φρικιαστική δολοφονία του Χρυσόστομου ήταν πράξη προσχεδιασμένη. Οι Τούρκοι φοβόνταν πόσα θα μπορούσε ακόμα να πετύχει εναντίον τους αν παρέμενε ζωντανός. Μα κυρίως, δεν θα επέτρεπε ποτέ να παγιωθεί η λανθασμένη αντίληψη περί «χαμένων πατρίδων».
Αυτό ακριβώς βροντοφωνάζει και η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ τόσα χρόνια. Δεν υπάρχουν χαμένες πατρίδες, υπάρχουν ΑΛΥΤΡΩΤΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ. Και θα έρθει η μέρα που θα λυτρωθούν μαζί με το καταποντισμένο φρόνημα των Πανελλήνων.
Η Φυλή μας θρηνεί όλα αυτά τα χρόνια τον θάνατο του μαρτυρικού αυτού ιεράρχη. Η Ελλάδα ευγνωμονεί τον Άγιο Εθνομάρτυρα Χρυσόστομο του οποίου το σκήνωμα ήταν μοιραίο να μη το καλύψει η αγαπημένη του γη. Εξαφανίστηκε και χάθηκε. Τάφηκε όμως στις καρδιές των Ελλήνων.
Μνήμη του Χρυσοστόμου η ψυχή του Γένους και μνήμη του αιώνια, η Ιστορία.
https://koinonikosethnikismos.wpcomstaging.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου