Ο Κωνσταντίνος Α΄ (21 Ιουλίου του 1868 - 11 Ιανουαρίου 1923), ήταν Βασιλιάς της Ελλάδας, πρωτότοκος γιός του βασιλιά Γεωργίου Α΄ και της Βασίλισσας Όλγας, γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου του 1868 και έλαβε το όνομα του παππού του, του Μεγάλου Δούκα Κωνσταντίνου της Ρωσίας. Ήταν ένα όνομα με μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση για τους Έλληνες που είχαν ενστερνιστεί τη Μεγάλη Ιδέα. Έλαβε τον τίτλο του "Δουκός της Σπάρτης", σπούδασε τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποφοίτησε με το βαθμό του ανθυπολοχαγού του Πεζικού. Το 1886 αναχώρησε για το Βερολίνο, όπου φοίτησε στη στρατιωτική σχολή της Ακαδημίας Πολέμου της Πρωσσίας.
Στις 15 Οκτωβρίου του 1889, ο Κωνσταντίνος παντρεύτηκε στην Αθήνα τη Σοφία της Πρωσίας, αδελφή του αυτοκράτορα της Γερμανίας, Γουλιέλμου Β΄, με την οποία απέκτησε έξι παιδιά, τους Γεώργιο, Αλέξανδρο, Ελένη, Παύλο, Ειρήνη και Αικατερίνη. Κατά τον καταστροφικό Πόλεμο του 1897, ο Κωνσταντίνος ήταν αρχιστράτηγος, και ήταν από τους κύριους υπεύθυνους για την ήττα. Το 1909 αντιφρονούντες Έλληνες αξιωματικοί του Στρατιωτικού Συνδέσμου οργάνωσαν κίνημα με σκοπό να αναδιοργανώσουν την χώρα. Ενα από τα στοιχεία της κριτικής τους αποτέλεσε η μεροληπτική κατα την γνώμη τους μεταχείριση στις προαγωγές του Διαδόχου και των αδελφών του, όπως και η αναδιοργάνωση του στρατεύματος. Για να μην αναγκαστεί ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄, να τους αποπέμψει από το στράτευμα, οι πρίγκιπες παραιτήθηκαν.
Το 1912 τα Χριστιανικά Βαλκανικά κράτη κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (βλέπε Βαλκανικοί πόλεμοι). Με ηγέτη τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο ο Ελληνικός Στρατός νίκησε τους Τούρκους στις μάχες του Σαρανταπόρου και των Γιαννιτσών, και απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, ο Κωνσταντίνος μετέβη στο μέτωπο της Ηπείρου, όπου έφερε εις επιτυχές πέρας την πολιορκία του Μπιζανίου, καταλαμβάνοντας τα Ιωάννινα και απελευθερώνοντας την Ήπειρο. Μετά το τραγικό γεγονός της δολοφονίας του Γεωργίου Α΄, στις 18 Μαρτίου 1913 στη Θεσσαλονίκη από τον Αλέξανδρο Σχινά, ο Κωνσταντίνος ανέβηκε στον θρόνο. Κατά τον Β' Βαλκανικό Πόλεμο υπήρξε πάλι αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού, οδηγώντας τον σε νέες νίκες κατά των Βουλγάρων, οι οποίες όμως κόστισαν πολύ σε ζωές. Οι νικηφόρος ηγεσία του τον έκανε εξαιρετικά δημοφιλή στον λαό, ο οποίος ήδη τον ονόμαζε "Κωνσταντίνο ΙΒ'", και περίμενε από αυτόν και τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο την πραγματοποίηση της "Μεγάλης Ιδέας".
Όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος τον Αύγουστο του 1914, η Ελλάδα βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Είχε συνάψει συμφωνία με την Σερβία, που την υποχρέωνε σε παροχή βοήθειας σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης, αλλά ενώ η Σερβία αντιστεκόταν επιτυχώς στην επίθεση της Αυστρο-Ουγγαρίας, η Βουλγαρία παρέμενε ουδέτερη, τηρώντας στάση αναμονής. Ταυτόχρονα εμφανίστηκε ρήγμα στις προσωπικές πεποιθήσεις των δύο ανώτατων πολιτειακών αρχόντων της χώρας: ο Κάιζερ απηύθηνε έκκληση στον Κωνσταντίνο να πάρει το πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας "σε μια ενωμένη σταυροφορία κατά της σλαβικής επικράτησης στα Βαλκάνια." Ο Κωνσταντίνος ήδη θεωρείτο ευρέως ως γερμανόφιλος. Είχε σπουδάσει στη Γερμανία, είχε σαφώς επηρεαστεί από τη γερμανική κουλτούρα, ενώ είχε παντρευτεί την αδελφή του Κάιζερ, ο οποίος του είχε απονείμει και τον βαθμό του στρατάρχη του γερμανικού στρατού. Το φθινόπωρο του 1913, λίγο μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο Κωνσταντίνος είχε παρακολουθήσει ασκήσεις του Γερμανικού στρατού μαζί με τον Κάιζερ και είχε προσπαθήσει να διαπραγματευτεί τη λήψη δανείου από τη Γερμανία. Επίσης, ο Κωνσταντίνος είχε επηρεαστεί από το γεγονός ότι ο Κάιζερ είχε βοηθήσει την Ελλάδα να διατηρήσει τα απελευθερωμένα κατά τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους εδάφη, και ιδιαίτερα την Καβάλα. Οι προσωπικές προτιμήσεις του Κωνσταντίνου μπορεί να ήταν υπέρ της Γερμανίας, δεν παρέβλεπε όμως ότι η Ελλάδα ήταν ευπρόσβλητη στον αγγλογαλλικό στόλο, ούτε μπορούσε να αποδεχτεί την σύμπραξη με την Τουρκία, ενώ και τα ανταλλάγματα που μπορούσε να προσφέρει η Γερμανία ήταν περιορισμένα. Έτσι ευνοούσε την ουδετερότητα. Ταυτόχρονα όμως, ο αγγλόφιλος Βενιζέλος διαπραγματευόταν την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ, η οποία πρόσφερε την Κύπρο και άλλα ανταλλάγματα. Ιδιαίτερα μετά την είσοδο της Τουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, η πίεση για την έξοδο της Ελλάδος στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ αυξήθηκε. Ο Κωνσταντίνος έφτασε κοντά στο να εγκρίνει την εισήγηση του Βενιζέλου για ελληνική συμμετοχή στην Εκστρατεία των Δαρδανελλίων (Φεβρουάριος-Μάρτιος του 1915), αλλά ο εκτελών χρέη αρχηγού του γενικού επιτελείου Συνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς, τον προειδοποίησε να μην μπεί στον πόλεμο, μεταπείθοντάς τον. Αντιδρώντας σε αυτή την παρέμβαση του θεωρούμενου ως γερμανόφιλου "επιτελικού περιβάλλοντος", ο Βενιζέλος παραιτήθηκε, επισημοποιώντας έτσι την ρήξη των δύο ανδρών. Η αντιβενιζελική παράταξη συσπειρώθηκε πια γύρω από τον - εξαιρετικά λαοφιλή - βασιλιά.
Εντούτοις, οι Φιλελεύθεροι του Βενιζέλου κέρδισαν τις εκλογές στις 31 Μαΐου του 1915 και το Σεπτέμβριο, σε αντίδραση προς την βουλγαρική επιστράτευση, που στρεφόταν εμφανώς κατά της Σερβίας, κάλεσε - χωρίς τη συναίνεση του Κωνσταντίνου - τους Βρετανούς και Γάλλους να στείλουν στρατεύματα στην Θεσσαλονίκη, σε βοήθεια των Σέρβων. Ο Κωνσταντίνος τελικά δέχτηκε να προχωρήσει σε επιστράτευση, εν όψει βουλγαρικής επίθεσης. Η αποβίβαση των Συμμάχων προκάλεσε πολιτική κρίση, αλλά ο Βενιζέλος κατόρθωσε να αποσπάσειψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Ο Κωνσταντίνος όμως, την ίδια μέρα, υπερβαίνοντας τα συνταγματικά του δικαίωματα, απέπεμψε τον πρωθυπουργό του, και έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Ο Ζαΐμης όμως απέτυχε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, οπότε ο Κωνσταντίνος έδωσε την εντολή στον υπέργηρο Στέφανο Σκουλούδη, ο οποίος, με βασιλικό διάταγμα, διέλυσε τη Βουλή και προκήρυξε νέες εκλογές για τον Δεκέμβριο, όπου οι Βενιζελικοί απείχαν.
Ακολούθησε ένα εξάμηνο διακυβέρνησης από την "βασιλική" κυβέρνηση Σκουλούδη, κατά το οποίο η Ελλάδα βρισκόταν ταυτόχρονα σε ουδετερότητα και επιστράτευση, και κατά το οποίο οι δυνάμεις της Αντάντ, υπό τον Γάλλο στρατηγό Μωρίς Σαρράιγ (Maurice Sarrail), επέκτειναν σταδιακά την κυριαρχία τους στη Βόρεια Ελλάδα και το Αιγαίο, αγνοώντας σχεδόν την ελληνική κυβέρνηση. Στις 27 Μαΐου 1916 όμως, η - κατόπιν εγκρίσεως από την Αθήνα - παράδοση του σημαντικού οχυρού Ρούπελ σε μικτή γερμανο-βουλγαρική δύναμη, οδήγησε τα πράγματα σε κρίσιμο σημείο. Ο Σαρράιγ κήρυξε στρατιωτικό νόμο, καταργώντας ουσιαστικά την ελληνική κυριαρχία στις υπό συμμαχικό έλεγχο περιοχές, απαίτησε την αποστράτευση του ελληνικού στρατού. Όταν δε τον Αύγουστο ξεκίνησε η βουλγαρική προέλαση στην Μακεδονία, βενιζελικοί αξιωματικοί οργάνωσαν το κίνημα της Εθνικής Αμύνης στην Θεσσαλονίκη, το οποίο ο Βενιζέλος υποστήριξε.
Η δημιουργία του "Κράτους Εθνικής Αμύνης", σε συνδυασμό με τις αξιώσεις των Συμμάχων για παράδωση του Στόλου και λοιπού οπλισμού, οδήγησαν σε συγκρούσεις με Γάλλους και Βρετανούς ναύτες (που οδήγησαν και στο βομβαρδισμό των Ανακτόρων). Η έξαψη των οπαδών του Κωνσταντίνου οδήγησε στα λεγόμενα "Νοεμβριανά" επεισόδια κατά γνωστών Βενιζελικών, και κορυφώθηκε με το περίφημο "ανάθεμα" του Βενιζέλου. Τα γεγονότα αυτά επέφεραν την οριστική ρήξη ανάμεσα στο Βασιλέα Κωνσταντίνο και τις δυνάμεις της Αντάντ, οι οποίες επέβαλαν ναυτικό αποκλεισμό στην "βασιλική" Ελλάδα. Οι Γάλλοι, συνεπικουρούμενοι από το νέο Βρετανό Πρωθυπουργό Λόυντ Τζώρτζ, απαίτησαν από τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει το θρόνο του προκειμένου να άρουν τον αποκλεισμό. Ο διάδοχος Γεώργιος, θεωρήθηκε ακατάλληλος για τη διαδοχή καθώς είχε υπηρετήσει στο γερμανικό στρατό. Έτσι ο Κωνσταντίνος έδωσε τη θέση του στο δευτερότοκο γιό του Αλέξανδρο, χωρίς να παραιτηθεί επισήμως, και αναχώρησε με την οικογένειά του για την Ιταλία. Οι περισσότερες εξουσίες παραδόθηκαν στο Βενιζέλο.
Τον Ιούλιο του 1917, η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία, την Αυστρο-Ουγγαρία, την Τουρκία και τη Βουλγαρία. Στηριζόμενος στην είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, ο Βενιζέλος προέβαλε τις Ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις - που περιλάμβαναν και τη Σμύρνη - στη Διάσκεψη των Παρισίων που έλαβε χώρα στις Βερσαλλίες. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία συνεχίστηκαν και μετά το τέλος του "Μεγάλου Πολέμου". Τον Οκτώβριο του 1920, ο Βενιζέλος ζήτησε τη βρετανική υποστήριξη για μια ελληνική προέλαση προς την Άγκυρα, όπου είχε τη βάση του το τουρκικό αντιστασιακό κίνημα υπό το στρατηγό Μουσταφά Κεμάλ. Και ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη διεθνείς πολιτικοί ελιγμοί, ο Βασιλεύς Αλέξανδρος της Ελλάδας έπαθε ένα εντελώς αναπάντεχο ατύχημα και πέθανε στο βασιλικό κτήμα του Τατοΐου.
Ο Βενιζέλος ηττήθηκε στις Γενικές Εκλογές της 14 Νοεμβρίου 1920, και εγκατέλειψε τη χώρα. Με δημοψήφισμα στις 5 Δεκεμβρίου του 1920, ο Ελληνικός λαός επέλεξε την επάνοδο του Κωνσταντίνου Α΄ στο θρόνο, ο οποίος επέστρεψε δύο εβδομάδες αργότερα. Οι μοναδικοί σύμμαχοι της Ελλάδας, οι Άγγλοι, διαφωνώντας στην επιστροφή του Κωνσταντίνου, έπαψαν να την υποστηρίζουν τόσο στρατιωτικά όσο και διπλωματικά.
Ο Κωνσταντίνος αποφάσισε τη συνέχιση του πολέμου με την Τουρκία, παρά τις αντιρρήσεις του Ιωάννη Μεταξά και παρά το γεγονός ότι κυρίαρχο εκλογικό σύνθημα της φιλοβασιλικής παρατάξεως ήταν το "οίκαδε", η επιστροφή δηλαδή των στρατιωτών από το μέτωπο. Το Μάιο του 1921, ο βασιλιάς αναχώρησε για να αναλάβει την ονομαστική αρχιστρατηγία του στρατού στη Μικρά Ασία. Τον Αύγουστο του 1922 ο Ελληνικός στρατός ηττήθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι στις 9 Σεπτεμβρίου του 1922 μπήκαν στη Σμύρνη και τη λεηλάτησαν.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, ο στρατός, που είχε καταφύγει στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, εξεγέρθηκε υπό την ηγεσία των συνταγματαρχών Πλαστήρα και Γονατά, και απαίτησε την παραίτηση του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1922, ο θρόνος πέρασε στο Διάδοχο Γεώργιο, ο οποίος ονομάστηκε Γεώργιος Β'.
Στις 11 Ιανουαρίου του 1923, ο Κωνσταντίνος Α΄ πέθανε στο Παλέρμο της Σικελίας. Ενταφίαστηκε στην κρύπτη της ρωσικής εκκλησίας της Φλωρεντίας, στην Ιταλία. Με την αποκατάσταση της μοναρχίας, το 1936, τέθηκε το θέμα της επιστροφής της σορού του στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση απέστειλε το θωρηκτό "Αβέρωφ" στο Μπρίντιζι για να παραλάβει τα οστά του Κωνσταντίνου, της μητέρας του, βασίλισσας Όλγας, και της συζύγου του Σοφίας, οι οποίες είχαν πεθάνει επίσης στην εξορία. Το πλοίο κατέπλευσε στον Πειραιά στις 17 Νοεμβρίου 1936, από όπου με επίσημη πομπή οι σοροί μεταφέρθηκαν στη Μητρόπολη Αθηνών για λαϊκό προσκύνημα έξι ημερών. Ακολούθως, ενταφιάστηκαν στο βασιλικό νεκροταφείο, στο Τατόι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου