Τη δεκαετία του 1970 η πολιτική ζωή στην Ιταλία βρίσκονταν σε αναβρασμό. Οι απεργίες, οι πορείες και οι διαδηλώσεις, ήταν καθημερινό φαινόμενο, ενώ οι πλατείες και οι δρόμοι των μεγάλων πόλεων είχαν μετατραπεί σε εμπόλεμες ζώνες εξαιτίας των συγκρούσεων μεταξύ διαδηλωτών (κυρίως ακροαριστερών) με την αστυνομία, καθώς και μεταξύ αριστερών και εθνικιστών.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα ήταν πανίσχυρο. Τα ποσοστά που λάμβανε στις εκλογές άγγιζαν το 35%, ενώ ξεπερνούσαν το 50% σε πολλές περιοχές, ειδικά στην Βόρεια Ιταλία. Εκτός από το ΚΚΙ υπήρχαν πολλές ακόμη οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς (Lotta Continua, Potere Operaio, κ.λπ.) με αρκετά από τα στελέχη τους να προβαίνουν σε βίαιες ενέργειες και δολοφονίες.
Το σύνθημα που κυριαρχούσε στους κύκλους των ακροαριστερών ήταν: “Uccidere un fascista non e’ reato” («Το να σκοτώνεις έναν φασίστα δεν είναι έγκλημα»).
Η χρονική περίοδος από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 (με τη «σφαγή της Piazza Fontana» στο Μιλάνο) μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 (με τη «σφαγή στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια») έχει καταγραφεί στην πολιτική ιστορία με την ονομασία
«Μολυβένια Χρόνια» («Anni di Piombo»). Κατά τη διάρκειά των «μολυβένιων ετών» έγιναν δεκάδες βομβιστικές επιθέσεις, εκατοντάδες ένοπλες συγκρούσεις αριστερών με την αστυνομία, δολοφονίες πολιτικών προσώπων, δικαστών, κομματικών στελεχών και αθώων πολιτών.
Aναμνηστική πλακέτα στην πλατεία Risorgimento όπου αναγράφεται:
«Εδώ έπεσε στις 28-2-1975, δολοφονημένος από το κομμουνιστικό μίσος ο Μίκης Μάντακας, Μάρτυρας του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού»
Πάνω από 20 ήταν οι εθνικιστές, που δολοφονήθηκαν από αριστερούς τρομοκράτες. Ανάμεσα τους και ο Έλληνας φοιτητής της Ιατρικής Μίκης Μάντακας, που δολοφονήθηκε στη Ρώμη στις 28 Φεβρουαρίου του 1975. Να σημειωθεί ότι οι δολοφόνοι του (όπως και οι δολοφόνοι των δικών μας παλικαριών Γιώργου Φουντούλη και Μάνου Καπελώνη) παραμένουν ακόμη ασύλληπτοι.
Ο Εθνικός Σύνδεσμος Ελλήνων Σπουδαστών Ιταλίας (ΕΣΕΣΙ)
Λίγους μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους στρατιωτικούς , στις 21 Απριλίου 1967, ιδρύθηκε στην Ιταλία ο Εθνικός Σύνδεσμος Ελλήνων Σπουδαστών Ιταλίας (ΕΣΕΣΙ), γνωστός με την επωνυμία LEGA.
O ΕΣΕΣΙ απαρτίζονταν από ένα πολιτικά ετερόκλητο πλήθος Ελλήνων φοιτητών, που προέρχονταν από διαφορετικούς χώρους της δεξιάς. Είχε στις τάξεις του πρώην στελέχη της ΕΡΕ, βασιλικούς κ.λπ. Είχε όμως και πολλούς εθνικιστές, χωρίς ωστόσο να λείπουν και οι καιροσκόποι, που όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, ήταν και οι περισσότεροι. Ήταν αναπόφευκτο, λοιπόν, να υπάρχουν προστριβές και πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των μελών του.
Ο ιδρυτής και επικεφαλής του ΕΣΕΣΙ Σπύρος Σταθόπουλος (1940- 2012), φοιτητής Πολιτικών Επιστημών τότε στο πανεπιστήμιο της Νάπολης, διαχειριζόταν, τις περισσότερες φορές επιτυχώς, το δύσκολο έργο που ήταν να εξισορροπεί τις εντάσεις από τις αντιμαχόμενες φράξιες εντός του ΕΣΕΣΙ.
Δεύτερος στην ιεραρχία του ΕΣΕΣΙ ήταν ο Θεόδωρος Καραμπέτσος (1939-2014), φοιτητής Κτηνιατρικής τότε στο Πανεπιστήμιο της αριστεροκρατούμενης Μόδενας της Β. Ιταλίας.
Αρκετά στελέχη και μέλη του ΕΣΕΣΙ είχαν επαφές, σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, με το MSI (Movimento Sociale Italiano, Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα) του οποίου Γενικός Γραμματέας ήταν τότε ο Giorgio Almirante και την FUAN (Fronte Universitaria di Azione Nazionale, Πανεπιστημιακό Μέτωπο Εθνικής Δράσης), φοιτητική οργάνωση του MSI.Η δράση των ορισμένων Ελλήνων φοιτητών που επρόσκειντο στον ΕΣΕΣΙ είχε ενοχλήσει κάποιους αξιωματούχους της επταετίας, οι οποίοι τους θεωρούσαν ακραίους, ακόμη και «αναρχικούς» ή «κομμουνιστές», ενώ δεν δίσταζαν να προτείνουν τρόπους για τον απομόνωσή τους ή τον εξοστρακισμό τους από την Lega.O ΕΣΕΣΙ, αρχικά, είχε τοπικούς συνδέσμους και διατηρούσε γραφεία σε όλες τις ιταλικές πόλεις, όπου φοιτούσαν Έλληνες, με αρκετές χιλιάδες εγγεγραμμένα μέλη, τα οποία με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να λιγοστεύουν. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 60 και τις αρχές του 70, σε αρκετές περιοχές, ιδιαίτερα στις «κόκκινες» πόλεις της Βόρειας Ιταλίας (Μπολόνια, Μιλάνο, Βερόνα κ.λπ.), τα γραφεία άρχισαν ένα — ένα να κλείνουν και τα μέλη του ΕΣΕΣΙ να διώκονται από τους Έλληνες και Ιταλούς κομμουνιστές.
Όλοι σχεδόν οι Έλληνες Εθνικιστές εκδιώχθηκαν για τα πιστεύω τους. Δεν είχαν θέση στα αριστεροκρατούμενα πανεπιστήμια, δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα στις σχολές τους, να δώσουν εξετάσεις, να γευματίσουν στα φοιτητικά εστιατόρια. Τα αριστερά αποβράσματα βιαιοπραγούσαν εναντίον τους συχνά με ύβρεις και ξυλοδαρμούς. Όποιος ανήκε στον ΕΣΕΣΙ αυτομάτως βαφτιζόταν ως “spia dei colonelli” («χαφιές των συνταγματαρχών») και του απαγορευόταν η είσοδος στον πανεπιστημιακό χώρο. Ήταν τέτοιο το μένος των αριστερών καθαρμάτων, ώστε έφθαναν στο σημείο να διώχνουν και τους φοιτητές εκείνους που συναναστρέφονταν όποιον είχε χαρακτηριστεί ως «φασίστας». Το σύνθημα που κυριαρχούσε τότε στους πανεπιστημιακούς χώρους ήταν “Fuori i fascisti dall’ universita” («Έξω οι φασίστες από τα πανεπιστήμια»). Οι θρασύδειλοι Έλληνες αριστεροί τραμπούκοι προέβαιναν σε αυτές τις ενέργειες, έχοντας την αμέριστη συμπαράσταση του ΚΚΙ, καθώς και των άλλων κομμάτων του «αντιφασιστικού μετώπου» (σοσιαλιστές, φιλελεύθεροι, χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες). Πολλοί Έλληνες εθνικιστές αναγκάστηκαν να μετεγγραφούν σε άλλες πόλεις ή να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους.
Όπως συμβαίνει συνήθως, η συντριπτική πλειονότητα των τότε στελεχών του ΕΣΕΣΙ συμβιβάστηκε με το σάπιο μεταπολευτικό καθεστώς της διαπλοκής κομμάτων- «νταβατζήδων» και της κλεπτοκρατίας. Οι περισσότεροι από αυτούς εντάχθηκαν στην αστικοφιλελεύθερη ψοφοδεξιά, λιγότεροι στο κλεφτοΠΑΣΟΚ και ελάχιστοι στο ΕΝΕΚ (όπως ο Καραμπέτσος) και στην ΕΠΕΝ (όπως ο Σταθόπουλος). Κάποιοι άλλοι (όπως ο γιατρός Αλέξανδρος Κουτούζος, συγγραφέας του βιβλίου «ΕΣΕΣΙ- Που πήγαν εκείνα τα παιδιά», ΝΕΑ ΘΕΣΙΣ, 1989), διακεκριμένοι επιστήμονες σήμερα, παρέμειναν στην Ιταλία, όπου εντάχθηκαν και ανέπτυξαν δράση σε διάφορα εθνικιστικά κόμματα και οργανώσεις.
Να σημειωθεί ότι και πολλοί Ιταλοί εθνικιστές φοιτητές εκείνης της περιόδου, υψηλά στελέχη του MSI, ενσωματώθηκαν αργότερα στο Σύστημα. Χαρακτηριστικά αναφέρω τον Gianfranco Fini, Γενικό Γραμματέα της νεολαίας και αργότερα Γ. Γ. του MSI, ο οποίος έγινε κεντρώος, ένθερμος υποστηρικτής της Νέας Τάξης και πρόεδρος της ιταλικής βουλής.
Ο Μάντακας φοιτητής στην Ιταλία
Ο Μίκης Μάντακας γεννήθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου του 1952 και μεγάλωσε στου Παπάγου. Ήταν γιος του υποστράτηγου εν αποστρατεία Νίκου Μάντακα και της Καλλιόπης. Το 1970, μόλις τέλειωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο, πήγε στην πολιτικά και κοινωνικά τρικυμιώδη Ιταλία για να σπουδάσει Ιατρική. Γεμάτος ελπίδες και όνειρα, έφτασε για πρώτη φορά στην Μπολόνια, όπου γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του αρχαιότερου πανεπιστημίου του κόσμου. Εκεί άρχισε να δημιουργεί φιλίες με Ιταλούς συμφοιτητές του και με άλλους Έλληνες φοιτητές, κάποιοι από τους οποίους ήταν μέλη του ΕΣΕΣΙ. Παρά το γεγονός ότι ήταν αντικομμουνιστής, είχε αποφασίσει να αφοσιωθεί πρωτίστως στις σπουδές του και να μην ασχοληθεί με την πολιτική.
Τα πράγματα όμως δεν ήλθαν όπως τα είχε προγραμματίσει. Σύντομα, στοχοποιήθηκε από Έλληνες αριστερούς φοιτητές και ενεπλάκη, αν και ακουσίως, στις πολιτικές αντιπαραθέσεις. Υπήρξε συχνά αντικείμενο ύβρεων και προκλήσεων από τους κομμουνιστές ενώ πολλές φορές είχε εκδιωχθεί με τη βία από το Ινστιτούτο Βιολογίας, προπύργιο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, όπου πήγαινε να παρακολουθήσει τα μαθήματά του.
Ο Μίκης Μάντακας πρώτος από κάτω, ανάμεσα σε φίλους στην Ιταλία
Κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης κομμουνιστών στο πανεπιστήμιο, ο Μίκης έτυχε να περάσει ανάμεσά τους. Κάποιοι Έλληνες κομμουνιστές φοιτητές, θρασύδειλα ανθρωπάκια, τον υπέδειξαν στους Ιταλούς τραμπούκους συντρόφους τους ως «Έλληνα φασίστα και προβοκάτορα». Οι τελευταίοι του επιτέθηκαν και τον ξυλοκόπησαν άγρια, με αποτέλεσμα ο Μίκης να εισαχθεί στο νοσοκομείο με πολλά τραύματα σε όλο του το κορμί. Από εκεί πήρε εξιτήριο με μια πρόγνωση 40 ημερών. Λίγο καιρό αργότερα δέχθηκε εκ νέου προκλήσεις, απειλές και ύβρεις από τα αριστερά καθάρματα. Η παραμονή του στην «κόκκινη» Μπολόνια είχε καταστεί πλέον προβληματική. Ως εκ τούτου, ο Μάντακας αποφάσισε να μετεγγραφεί στην Ιατρική Σχολή της Ρώμης, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του. Στην ιταλική πρωτεύουσα νοίκιασε ένα μικρό διαμέρισμα κοντά στη Via Lanciani, το οποίο μοιραζόταν με δύο άλλους φοιτητές. Στη Ρώμη ο Μίκης δημιούργησε καινούργιες φιλίες, κυρίως με νέους που ανήκαν στη στην φοιτητική οργάνωση του MSI, την FUAN, και συμμετείχε σε όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις της. Κατά τη διάρκεια μια γιορτής, που διεξήχθη από τους Ιταλούς συναγωνιστές του, γνώρισε μια κοπέλα, την Sabrina Andolina, που ανήκε στην οργάνωση και με την οποία σύναψε σχέση.
Η επιθετικότητα και η βία των κομμουνιστών έναντι των εθνικιστών, τον είχαν πείσει για την αναγκαιότητα ενός πιο δυναμικού πολιτικού ακτιβισμού. Σύμφωνα με τα λεγόμενα κάποιων φίλων του, ο Μίκης ήταν γοητευμένος από την «Αιώνια Πόλη», την οποία θεωρούσε την πιο όμορφη του κόσμου. Μάλιστα σκόπευε να εγκατασταθεί μόνιμα στην ιταλική πρωτεύουσα, μετά το πέρας των σπουδών του και να εξασκήσει το ιατρικό επάγγελμα, που τόσο επιθυμούσε. Η Μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια.
Η δολοφονία του Έλληνα Εθνικιστή
Στις 16 Απριλίου του 1973 αριστεροί τραμπούκοι της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς πυρπολούν το σπίτι του Γραμματέα του MSI Mario Mattei, στη συνοικία Primavalle της Ρώμης. Από τον εμπρησμό κάηκαν ζωντανοί οι δύο γιοι του: ο 22χρονος Stefano και ο μόλις 8 ετών Virgilio. Υπεύθυνοι της φρικτής δολοφονίας είναι οι Achille Lollo, Marino Clavo, Manlio Grillo, και οι τρεις τους μέλη της ακροαριστερής οργάνωσης “Potere Operaio” («Εργατική Δύναμη»).
Η δίκη των τριών δολοφόνων ξεκινά στις 24 Φεβρουαρίου του 1975. Παρών για να δικαστεί ήταν μόνο ο Lollo μιας και οι άλλοι δύο είχαν διαφύγει στο εξωτερικό. Σύσσωμος σχεδόν ο αριστερός τύπος καλεί τους «δημοκράτες» σε κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις υπέρ του Lollo.
Εντύπωση προκάλεσε εκείνη την περίοδο ότι πολλοί πολιτικάντηδες και διανοούμενοι – παρανοούμενοι έσπευσαν να συμπαρασταθούν τον ακροαριστερό δολοφόνο Lollo. Ανάμεσά τους ο κομμουνιστής γερουσιαστής Umberto Terracini, o σοσιαλιστής βουλευτής Riccardo Lombardi, o συγγραφέας Alberto Moravia, η Ιταλοεβραία κομμουνίστρια συγγραφέας Natalia Ginzburg, o θεατράνθρωπος Dario Fo με την σύζυγό του, την κομμουνίστρια ηθοποιό Franca Rame.
Οι αστυνομικές δυνάμεις έχουν από νωρίς περικυκλώσει το κτίριο, όπου θα διεξαχθεί η δίκη, ενώ οι αριστεροί οργανώνονται σε πολυπληθείς ομάδες κρούσης, που παρεκτρέπονται και βιαιοπραγούν, κραυγάζοντας “Lollo libero” («Ο Lollo ελεύθερος»). Παράλληλα εκσφενδονίζουν πέτρες, τούβλα, μπουκάλια και μολότοφ.
Οι οδομαχίες μαίνονται και για τις επόμενες μέρες. Την τέταρτη μέρα της δίκης πραγματοποιείται συγκέντρωση διαμαρτυρίας από τα μέλη του MSI, μέσω της οποίας καταγγέλλεται η αδράνεια της χριστιανοδημοκρατικής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τα επεισόδια και τις βιαιότητες των αριστερών. Από μεριά τους, οι αριστεροί θεωρούν την συγκέντρωση ως φασιστική πρόκληση και συνεχίζουν τις βιαιοπραγίες.
Στις 28 Φεβρουαρίου 1975 αρκετοί Ιταλοί εθνικιστές, ανάμεσά τους και ο Μάντακας, βρίσκονται στην αίθουσα του δικαστηρίου, παρακολουθώντας τη δίκη. Έξω από το δικαστήριο τα βίαια επεισόδια λαμβάνουν ανησυχητικές διαστάσεις, με συμπλοκές και πυροβολισμούς. Ένας πολίτης τραυματίζεται από σφαίρα και ένας δημοσιογράφος από τούβλο. Το μεσημέρι, μετά τη διακοπή του δικαστηρίου, ο Μάντακας και οι συναγωνιστές του κατορθώνουν να ξεφύγουν από τον κλοιό των συγκεντρωμένων και να συγκεντρωθούν στα γραφεία του MSI στην οδό Ottaviano 9, κοντά στην Piazza Risorgimento. Μια ομάδα εκατό περίπου αριστερών τραμπούκων, ανάμεσά τους και οι Alvaro Lojacono και Fabrizio Panzieri (ο ακροαριστερός που κατηγορήθηκε επίσης για τη δολοφονία του Μάντακα), τους ακολουθεί. Όταν φθάνουν στο κτήριο όπου στεγάζονται τα κομματικά γραφεία, αρχίζουν να εκσφενδονίζουν βόμβες μολότοφ προς την κεντρική είσοδο, η οποία τυλίγεται στις φλόγες. Ο Μάντακας και οι συναγωνιστές του, ανάμεσα στις φλόγες και τους καπνούς, προσπαθούν να εξέλθουν από το κτήριο. Οι ακροαριστεροί, πολλοί από τους οποίους ήταν οπλισμένοι με πιστόλια, ανοίγουν πυρ. Μια σφαίρα βρίσκει τον Μάντακα στο κεφάλι. Εν μέσω πυρών, δύο συναγωνιστές τον μεταφέρουν υποβασταζόμενο σ’ ένα παραπλήσιο γκαράζ. Οι κομμουνιστές προσπαθούν λυσσαλέα να εισβάλλουν στο χώρο, πυροβολώντας και χτυπώντας με σιδερολοστούς τις κλειστές πόρτες. Μια ομάδα εθνικιστών επιστρέφει από την γειτονική Piazza Risorgimento και τους απωθεί. Οι αριστεροί τραμπούκοι οπισθοχωρούν, συνεχίζοντας να πυροβολούν. Από τα πυρά τους ένα μέλος της FUAN τραυματίζεται στον ώμο. Η αστυνομία όλο αυτό το διάστημα ήταν κραυγαλέα απούσα.
Όταν κόπασε η αναταραχή, έφτασε ένα ασθενοφόρο που παρέλαβε τον βαριά τραυματισμένο Έλληνα φοιτητή για να τον μεταφέρει στο πλησιέστερο νοσοκομείο, το Santo Spirito. O Μίκης βρίσκεται σε κώμα και δέχεται συνεχείς μεταγγίσεις αίματος. Από εκεί μεταφέρεται στο νοσοκομείο San Camillo. Οι γιατροί που αναλαμβάνουν να τον χειρουργήσουν δεν δίνουν ελπίδες, μιας και το βλήμα είχε εισχωρήσει στην αριστερή περιοχή του βρεγματικού οστού και διέσχισε το σύνολο σχεδόν του κρανίου. Το παλικάρι υποβάλλεται σε εγχείρηση, που κράτησε 2 περίπου ώρες και αφήνει την τελευταία του πνοή στις 18.30 περίπου την αποφράδα εκείνη ημέρα της 28ης Φεβρουαρίου του 1975.
Λίγες μέρες μετά την άνανδρη δολοφονία του, χιλιάδες Ιταλοί εθνικιστές συγκεντρώθηκαν στην Piazza Risorgimento για το πρώτο πολιτικό μνημόσυνο αφιερωμένο σ’ αυτόν, φωνάζοντας το σύνθημα
“Avete ucciso l’uomo ma non l’idea” («Σκοτώσατε τον Άνθρωπο αλλά όχι την Ιδέα»)
Δολοφόνος του Μάντακα είναι ο Alvaro Lojacono (γενν. 1955), μέλος της ακροαριστερής οργάνωσης Potere Operaio και αργότερα μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών, γνωστός στους κύκλους των κόκκινων τρομοκρατών με το ψευδώνυμο “Otello” («Οθέλλος»). Ο Lojacono είχε εμπλακεί, επίσης, στις δολοφονίες του Χριστιανοδημοκράτη Aldo Moro και των Ιταλών δικαστών Riccardo Palma και Girolamo Trataglione, το 1978. Για τη δολοφονία του Μάντακα, ο Λογιάκονο καταδικάστηκε ερήμην, το 1981, σε ποινή κάθειρξης 16 ετών, ενώ για την δολοφονία των υπολοίπων σε ισόβια κάθειρξη. Το 1980 κατέφυγε αρχικά στην Αλγερία, από εκεί στη Βραζιλία και ακολούθως στην Ελβετία, ενώ το 2000 εντοπίστηκε στην Κορσική. Ο κομμουνιστής δολοφόνος Λογιάκονο κυκλοφορεί ακόμη ελεύθερος.
Λίγα μόλις εικοσιτετράωρα μετά το θάνατό του, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Secolo d’ Italia” (επίσημο όργανο του MSI) μια συγκλονιστική ανοικτή επιστολή της κοπέλας του Μίκη, της συναγωνίστριας Σαμπρίνας, το κείμενο της οποίας ενέπνευσε τον τραγουδοποιό Κάρλο Βεντουρίνι της εθνικιστικής μουσικής μπάντας “Gli Amici del Vento” («Οι φίλοι του Ανέμου») να γράψει το τραγούδι “Nel suo nome” («Στο όνομά του»), αφιερωμένο στον Μάντακα.
Ragazza che aspettavi un giorno come tanti,
un cinema e una pizza, per stare un po’ con lui,
dai apri la tua porta, che vengo per parlarti:
«Sai, stasera, in piazza… erano tanti, e…
il tuo ragazzo è morto… è morto questa sera».Vent’anni sono pochi per farsi aprir la testa,
dall’odio di chi invidia la nostra gioventù,
di chi uno straccio rosso ha usato per bandiera,
perché non ha il coraggio di servirne una vera.
La gioventù d’Europa stasera piangerà
chi muore in primavera per la sua Fedeltà.Le idee fanno paura a questa società,
ma ancora più paura può far la Fedeltà:
la Fedeltà a una terra, la Fedeltà a un amore,
son cose troppo grandi per chi non ha più cuore.
Un fiore di ciliegio tu porta tra i capelli,
vedendoti passare ti riconoscerò e…
Sole d’Occidente che accogli il nostro amico,
ritorna a illuminare il nostro mondo antico.
Dai colli dell’Eterna ritornino i cavalli,
che portano gli eroi di questo mondo stanchi.Ragazza del mio amico che è morto questa sera,
il fiore tra i capelli no, non ti appassirà.
Di questo tuo dolore noi faremo una bandiera,
nel buio della notte una fiamma splenderà.
Sarà la nostra fiamma,
saranno i tuoi vent’anni,
la nostra primavera
sarà la libertà.
Κοπέλα που περίμενες μια μέρα σαν τόσες άλλες,
στον κινηματογράφο η στην πιτσαρία, να βρεθείς λίγο με αυτόν,
έλα άνοιξε την πόρτα σου, έχω κάτι να σου πω:
«Ξέρεις, απόψε, στην πλατεία…ήταν πολλοί, και…
το αγόρι σου είναι νεκρό… σκοτώθηκε απόψε.»
Είκοσι χρόνια είναι λίγα για να χυθεί αίμα,
από το μίσος αυτού που τα νιάτα μας ζηλεύει,
αυτού που ένα κόκκινο κουρέλι χρησιμοποίησε για σημαία,
γιατί δεν έχει το θάρρος να υπερασπιστεί μια αληθινή.
Η Νεολαία της Ευρώπης θα κλάψει απόψε,
γι’ αυτόν που σκοτώθηκε την άνοιξη για την πίστη του.
Οι ιδέες προκαλούν φόβο σ’ αυτήν την κοινωνία,
αλλά ακόμα περισσότερο φόβο προκαλεί η Πίστη:
η Πίστη σε μια Γη, η Πίστη σε μια αγάπη,
είναι πράγματα πολύ μεγάλα για όποιον δεν έχει πια καρδιά.
Ένα άνθος κερασιάς βάλε στα μαλλιά σου,
Κι’ εγώ βλέποντάς σε να περνάς θα σε αναγνωρίσω και…
Ήλιε της Δύσης που υποδέχεσαι τον φίλο μας,
γύρισε να φωτίσεις τον Αρχαίο μας Κόσμο.
Από τους λόφους της Αιώνιας Πόλης επιστρέφουν τ’ άλογα,
που μεταφέρουν τους κουρασμένους ήρωες αυτού του κόσμου.
Κοπέλα του φίλου μου που πέθανε απόψε,
το λουλούδι ανάμεσα στα μαλλιά σου δεν θα μαραθεί.
Από τον πόνο σου εμείς θα φτιάξουμε μια σημαία,
στο σκοτάδι της νύχτας μια φλόγα θα φωτίσει.
Θα είναι η δική μας φλόγα,
θα είναι τα είκοσί σου χρόνια,
η δική μας Άνοιξη
θα είναι η Λευτεριά.
Οι ελληνικές φυλλάδες για το θάνατο του Μάντακα
Σχετικά με την δολοφονία του Έλληνα φοιτητή, υπήρξαν και αρκετά ευφάνταστα σενάρια που σκαρφίστηκαν οι νοσηροί εγκέφαλοι κάποιων αριστερών «δημοσιογράφων» και των πατρώνων τους. Για παράδειγμα, την Τετάρτη, 5 Μαρτίου του 1975, ο Antonio Capranica είχε γράψει για την κομμουνιστική εφημερίδα «Unità»: «…Προσπαθούμε να εστιαστούμε, εν τω μεταξύ, στην προσωπικότητα του νεαρού Έλληνα που σκοτώθηκε πρόσφατα. Ωστόσο, κάποια ασαφή στοιχεία καθιστούν μάλλον περίπλοκο το έργο αυτής της προσπάθειας. Γνωστά άτομα του φοιτητή, βεβαιώνουν, για παράδειγμα, ότι ο Μάντακας ελάμβανε συνεχώς χρήματα – μερικές φορές και σημαντικά ποσά – από την φοιτητική οργάνωση του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος FUAN. Πρόσφατα μάλιστα, ο νεαρός άνδρας φαίνεται να αρνήθηκε να επιστρέψει ένα ποσό υψηλότερο από το συνηθισμένο, δύο ή τρία εκατομμύρια
Σημείωση: ο αρθρογράφος αναφέρεται σε λιρέτες, που αντιστοιχούσαν σε 100.000 ή 150.000 δραχμές, ποσό σχετικά υψηλό εκείνη την εποχή]. Βέβαιο είναι ότι για να υπάρξει πλήρης διαλεύκανση του αιματηρού επεισοδίου της περασμένης Παρασκευής, είναι απαραίτητο να επιβεβαιωθούν όλα αυτά τα στοιχεία…»
Λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του ένα εκτενές αφιέρωμα στην εβδομαδιαία εφημερίδα της νεολαίας του MSI “La Sfida” («Η Πρόκληση») με τίτλο “Morire a Roma” ((Πεθαίνοντας στη Ρώμη»).
Μέσω αυτού του ψευδούς, συκοφαντικού και κατάπτυστου κειμένου, ο άθλιος κομμουνιστής «δημοσιογράφος», ούτε λίγο, ούτε πολύ, άφηνε να εννοηθεί ότι ο Μάντακας ίσως και να ήταν ένας καταχραστής, που σκοτώθηκε από ομοϊδεάτες του σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών, αποφεύγοντας ωστόσο να είναι κατηγορηματικός μέχρι «την επιβεβαίωση των στοιχείων».
Τα σενάρια αυτά αναπαράχθηκαν από ελληνικές κιτρινοφυλλάδες (το ίδιο ξεπουλημένες τότε όπως και σήμερα) τόσο της ψοφοδεξιάς (Βραδυνή, Μακεδονία κ.λπ.) όσο της αριστεράς (Αυγή, Ριζοσπάστης κ.λπ.).
Αριστεροί και δεξιοί δημοσιογραφίσκοι, στα κατάπτυστα κείμενά τους για την δολοφονία του παλικαριού, έκαναν λόγο για συνωμοσίες κατά της ιταλικής δημοκρατίας, για εμπλοκή της CIA, για δεσμούς χούντας και νεοφασιστών κ.λπ. ακόμη και για την ….. δολοφονία του Μάντακα από νεοφασίστες (sic!).
Ας δούμε τι έγραφαν τότε μερικές από αυτές.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 5 Μαρτίου 1975
Νέες Βίαιες συγκρούσεις στο κέντρο της Ρώμης μεταξύ αριστερών και νεοφασιστών
Πορείες διαμαρτυρίας και πυροβολισμοί – Πύρινος λόγος του Αλμιράντε – Διάβημα προς τις αρχές
Ρώμη 4 Μαρτίου 1975 (Ρώϋτερ) – «Νέες βιαιότητες εξέσπασον σε διάφορα σημεία της Ρώμης, όπου νεαροί νεοφασίσται διαδηλωταί, οπαδοί της «ιταλικής σοσιαλιστικής κινήσεως» [Σημείωση: προφανώς ο μεταφραστής ήθελε να πει «του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος»] συνεκρούσθησαν με αριστερούς σπουδαστές κατά τη διάρκεια μιας πορείας στο κέντρο της πόλεως, σε ένδειξιν διαμαρτυρίας για τον φόνο, την περασμένη Παρασκευή, του Έλληνος φοιτητού Μάντακα. Μαχητικότεροι από κάθε άλλη φορά οι νεοφασίστες, εμπνεόμενοι, προφανώς και από την παρουσία του αρχηγού τους Τζιόρτζιο Αλμιράντε [Σημείωση: Πρόκειται για τον Γενικό Γραμματέα του MSI Giorgio Almirante (1914-1988)], o οποίος εξεφώνησε και ένα φλογερό λόγο στην μνήμη του Έλληνος φοιτητού και εναντίον της ιταλικής κυβερνήσεως, επετέθησαν με σφοδρότητα εναντίον των αντιπάλων των και των αστυνομικών, τρεις από τους οποίους έστειλαν στο νοσοκομείο με σοβαρά τραύματα.
Το Σάββατο και την Κυριακή, εξ άλλου, σε άλλες επιθέσεις νεοφασιστών, είχαν τραυματισθεί ένδεκα τουλάχιστον αντίπαλοί των. Η επιτροπή συνεργασίας των δημοκρατικών κομμάτων (Χριστιανοδημοκράτες, σοσιαλισταί και κομμουνισταί) [Σημείωση: Το «συνταγματικό» τόξο της Ιταλίας την περίοδο εκείνη, ύστερα από τον «Ιστορικό Συμβιβασμό» (“Compromesso Storico”) μεταξύ Κομμουνιστών με επικεφαλής τον Γ.Γ. του ΚΚΙ Ενρίκο Μπερλίνγκουερ (1922-1984) και των Χριστιανοδημοκρατών με πρόεδρο τον Άλντο Μόρο (1916-1978). Να θυμίσουμε ότι ο Μόρο εκτελέστηκε από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες το 1978] εζήτησε από την κυβέρνηση να πατάξει την παράνομη δραστηριότητα των νεοφασιστικών οργανώσεων».
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Παρασκευή 21 Μάρτη 1975, σελ. 8
ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΑΝΤΑΚΑ
Επιβεβαιώνονται οι δεσμοί χούντας και νεοφασιστών από τα ιταλικά δικαστήρια
ΡΩΜΗ, 20 (Ιδ. Υπηρ.) –Οι Ιταλοί δικαστές, που ενεργούν τις ανακρίσεις για το θάνατο του νεαρού Έλληνα Μάντακα, κατά τα επεισόδια που έγιναν στη Ρώμη τον περασμένο Φλεβάρη, βεβαιώνουν ότι «το καθεστώς των Ελλήνων συνταγματαρχών είχε εγκαθιδρύσει στενούς και σταθερούς θεσμούς με τους Ιταλούς φασίστες».
Οι ιταλικές δικαστικές αρχές κατέληξαν στο συμπέρασμα αυτό μετά τη σύλληψη του Μάρκο Φανιάνι, νεαρού μαχητικού στελέχους των νεοφασιστών που κατηγορείται ότι σκότωσε τον Μίκη Μάντακα κατά τη διάρκεια συγκρούσεων μεταξύ εξτρεμιστών και αστυνομικών. Ο Μάντακας, μαχητικό νεοφασιστικό στέλεχος, σκοτώθηκε «για να δημιουργηθεί κλίμα έντασης» κρίνει ο κ. Παβόνε, αντικαταστάτης του εισαγγελέα, που απάγγειλε την κατηγορία εναντίον του Μάρκο Φανιάνι. Ο Φανιάνι ήταν μέλος μιας φασιστικής οργάνωσης, που είχε επαφή με Έλληνες εξτρεμιστές, «σταλμένους στην Ιταλία από το καθεστώς των συνταγματαρχών» βεβαιώνουν οι ιταλικές αρχές.
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Σάββατο, 18 Δεκέμβρη 1976, σελ. 8
ΑΠΟΤΥΧΕ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ
ΡΩΜΗ, 17 (Ιδ. Υπ.) – Άγνωστοι αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν σήμερα στη Ρώμη, τον εισαγγελέα Λουτσιάνο Ινφελίζι, δημόσιο κατήγορο στη δίκη του Ιταλού φοιτητή που κατηγορείται ότι πυροβόλησε και σκότωσε τον Έλληνα σπουδαστή, μέλος ιταλικής νεοφασιστικής οργάνωσης, Μίκη Μάντακα, στη διάρκεια διαδήλωσης το 1975. Οι άγνωστοι οπλοφόροι απέτυχαν στην απόπειρά τους, αλλά τραυμάτισαν σοβαρά έναν καραμπινιέρο που τον συνόδευε.
Πολιτικοί της αριστεράς επισημαίνουν ότι οι πρόσφατες εκδηλώσεις πολιτικής βίας αποτελούν μέρος συνωμοσίας για την ανατροπή της Ιταλικής Δημοκρατίας. Στο μεταξύ, για Τρίτη κατά σειρά ημέρα, χιλιάδες Ιταλοί φοιτητές διαδήλωσαν έξω από το δικαστήριο, όπου εκδικάζεται η υπόθεση Μάντακα, ζητώντας την απελευθέρωση του φοιτητή Φαμπρίτζιο Παντζιέρι.
ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, 17 Μαρτίου
ΡΩΜΗ – Η αστυνομία της Ρώμης χρησιμοποίησε δακρυγόνα για να διαλύσει πλήθος εξοργισμένων αριστερών διαδηλωτών έξω από το δικαστήριο της πόλεως, μετά την καταδίκη ενός αριστερού φοιτητή σε κάθειρξι 9,5 ετών, με την κατηγορία ότι δολοφόνησε έναν Έλληνα φοιτητή της άκρας δεξιάς. Ο κατηγορούμενος Φαμπρίτσιο Παντζιέρι, 22 ετών, αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη στο φόνο του Έλληνα Μίκη Μάντακα, που σκοτώθηκε κατά την διάρκεια συγκρούσεων μεταξύ αντιπάλων εξτρεμιστικών ομάδων στο κέντρο της Ρώμης τον Φεβρουάριο του 1975. Ένας δεύτερος φοιτητής, ο Αλβάρο Λογιάκονο, ο οποίος συμμετείχε στο φόνο του Μάντακα, αθωώθηκε.
Κάθε χρόνο, στις 28 Φεβρουαρίου, στις 18.30 περίπου, Ιταλοί, Έλληνες και άλλοι Ευρωπαίοι Εθνικιστές, από διάφορες οργανώσεις και κόμματα, συγκεντρώνονται στην Piazza Risorgimento που πήρε πλέον (άτυπα) το όνομα “Piazza Mikis Mantakas” («Πλατεία Μίκη Μάντακα») και τιμούν όλοι μαζί, τη μνήμη του Έλληνα Μάρτυρα της Ευρωπαϊκής Ιδέας, που αγωνίστηκε όσο ζούσε για τον Εθνικισμό, την Πίστη στην Φυλή, ενάντια στον Μαρξισμό και τον Καπιταλισμό. Ένας ταγός θα αναφωνήσει το όνομά του και όλοι οι παρευρισκόμενοι σε στάση προσοχής και με το δεξί χέρι υψωμένο σε ελληνορωμαϊκό χαιρετισμό θα βροντοφωνάξουν “Presente” («Παρών»). Θα ακολουθήσει η καθιερωμένη πορεία στην οδό Ottaviano μέχρι τον τόπο του μαρτυρίου του, με τις σημαίες και τα λάβαρα να κυματίζουν υπερήφανα.
Σήμερα, 45 χρόνια από τη δολοφονία του, όλοι οι εμείς οι Έλληνες Εθνικιστές τιμούμε τη μνήμη του και συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε για τις Ιδέες μας, ακολουθώντας την ρήση του μεγάλου Αμερικανού ποιητή Έζρα Πάουντ: «Όποιος δεν είναι πρόθυμος να αγωνιστεί για τις ιδέες του, είτε οι ιδέες του δεν αξίζουν, είτε δεν αξίζει ο ίδιος».
Παύλος Γκάσταρης
http://www.xrisiavgi.com