Του Σάββα Καλεντερίδη_Αν και το έχουμε αναφέρει και πάλι σε άλλο μας άρθρο, είναι σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι ο κύριος λόγος της υποστήριξης που παρείχε και συνεχίζει να παρέχει...
η Ουάσινγκτον στο νεοϊσλαμιστικό καθεστώς της Τουρκίας, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), και στον ίδιο τον Ερντογάν, απέναντι στους κεμαλιστές και τους στρατιωτικούς, είναι η στήριξη της νέας κάστας εξουσίας της Αγκυρας στην πολιτική της Ουάσινγκτον, που οδηγεί στην ίδρυση ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στο βόρειο Ιράκ - νότιο Κουρδιστάν.
Η στρατηγική των ΗΠΑ από τη δεκαετία του ’80 προέβλεπε την ίδρυση ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στην περιοχή, που θα συμπεριλαμβάνει και τη «χρυσοφόρο» περιφέρεια του Κιρκούκ, το οποίο για να καταστεί βιώσιμο θα πρέπει απαραιτήτως να έχει την ενεργό στήριξη της Αγκυρας και του τουρκικού κράτους.
Οταν στα τέλη του 1990, παραμονή της επιχείρησης Καταιγίδα της Ερήμου, ο Τουρκούτ Οζάλ πίεσε τον τότε αρχηγό του τουρκικού Γενικού Επιτελείου Νετζίπ Τορουμτάι να προετοιμάσει τα απαραίτητα σχέδια την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στο βόρειο Ιράκ, εκείνος παραιτήθηκε, τονίζοντας ότι μια τέτοια κίνηση θα οδηγήσει στην ίδρυση κουρδικού κράτους και στη συνέχεια στον διαμελισμό της Τουρκίας.
Τότε υπερίσχυσε η άποψη των ενόπλων δυνάμεων, που είναι ένας φορέας που παράγει πολιτική και στρατηγική σκέψη στην Τουρκία. Η άποψη αυτή ήταν κυρίαρχη μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, όταν η κυβέρνηση Ετζεβίτ, βλέποντας τις προετοιμασίες των ΗΠΑ για ανατροπή του καθεστώτος Σαντάμ, δήλωσε με κάθε επισημότητα ότι «η Τουρκία δεν πρόκειται να δεχτεί ποτέ την ίδρυση κουρδικού κράτους στο βόρειο Ιράκ και, αν ποτέ συμβεί κάτι τέτοιο, αυτό θα αποτελέσει αιτία πολέμου».
Και επειδή το κεμαλικό κράτος είχε αντιληφθεί ότι η Ουάσινγκτον ετοίμαζε την εναλλακτική πολιτική λύση στην Τουρκία, η οποία θα αποδεχόταν την ίδρυση κουρδικού κράτους, προχώρησε στην εθνικοποίηση και τη ριζοσπαστικοποίηση των μηχανισμών της Γκλάντιο, δημιουργώντας την πανίσχυρη ένοπλη τρομοκρατική οργάνωση Εργκένεκον, η οποία θα εξουδετέρωνε με τη δράση της την απειλή ανατροπής του κεμαλικού καθεστώτος.
Ομως, παρά τη συντονισμένη δράση του κεμαλικού βαθέος κράτους, στις εκλογές, το 2002 οι νέοι εκλεκτοί της Ουάσινγκτον, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και ο Ερντογάν, κατέλαβαν την εξουσία και παρά το «όχι» στο νομοσχέδιο της 1ης Μαρτίου 2003, που προέβλεπε τη χρησιμοποίηση των λιμανιών και του εδάφους της Τουρκίας, για την εισβολή του αμερικανικού στρατού από βορρά στο Ιράκ, βήμα προς βήμα έβαλαν ως στόχο το ξήλωμα της Εργκένεκον και των άλλων μηχανισμών του κεμαλικού βαθέος κράτους.
Το 2009, όταν η διαδικασία αυτή έφτασε σε ικανοποιητικό επίπεδο, η κυβέρνηση Ερντογάν άρχισε να προσαρμόζει την πολιτική της στο ζήτημα του βόρειου Ιράκ σε εκείνη της Ουάσινγκτον, για να φτάσουμε σήμερα να μιλάμε για απόλυτη σύμπλευση, αφού η Τουρκία, όπως κατήγγειλε πρόσφατα ο πρωθυπουργός του Ιράκ Νουρί αλ-Μαλίκι, έδωσε εντολή στους Τουρκομάνους του Κιρκούκ να στηρίξουν τον Μπαρζανί και το κουρδικό κράτος στον δρόμο για την ανεξαρτησία.
Το κερασάκι στην τούρτα το έβαλε πρωτοχρονιάτικα ο επικεφαλής του κουρδικού λόμπι στην Ουάσινγκτον Πίτερ Γκαλμπράιθ, βουλευτής του Βερμόντ και στενός συνεργάτης του νέου υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι, που δήλωσε στην εφημερίδα «Hürriyet» ότι «έφτασε η στιγμή να αποκτήσουν οι Κούρδοι ένα ανεξάρτητο κράτος και ότι αυτό θα γίνει με συναινετικό διαζύγιο, κατά τα πρότυπα του Σουδάν, όπου το νότιο Σουδάν αποσχίστηκε από το βόρειο και κέρδισε την ανεξαρτησία του».
Και ο Αμερικανός πρώην γερουσιαστής συνεχίζει: «Η εξέλιξη αυτή δεν σημαίνει ότι θα οδηγήσει στον διαμελισμό της Τουρκίας, η οποία μπορεί να παίξει έναν θετικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Ερμπίλ και Βαγδάτης... Οσον αφορά το ΡΚΚ, αυτό πρέπει να το λύσει μόνη της η Τουρκία. Το ΡΚΚ τι ζητάει; Γενική αμνηστία, συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα, πολιτικά δικαιώματα στους Κούρδους. Αυτά είναι πράγματα που μπορεί να κάνει η Τουρκία...»
Δημοκρατία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου