EZRA POUND
Ezra Weston Loomis Pound
Ο Έζρα Πάουντ (Ezra Weston Loomis Pound) γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1885 στο Αιντάχο των ΗΠΑ και πέθανε την 1 Νοεμβρίου 1972 στη Βενετία. Μαζί με τον Τ.Σ. Έλιοτ θεωρείται απ' τους πιο σημαντικούς ποιητές του αγγλοαμερικανικού μοντερνισμού.
Μετά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας και στο Κολλέγιο Χάμιλτον, για ένα διάστημα διδάσκει στο Κολλέγιο Γουάμπας στην Ινδιάνα, απ’ όπου αποπέμπεται για «ανηθικότητα».
Το 1908 εγκαταλείπει την Αμερική και ταξιδεύει στην Ισπανία, τη Γαλλία και την Ιταλία.
Από το 1912 ως το 1919, στο Λονδίνο, είναι ανταποκριτής του ποιητικού περιοδικού «Poetry».
Το 1914 ιδρύει μαζί με τον Wyndham Lewis το περιοδικό «Blast».
Το 1921 φεύγει από το Λονδίνο και εγκαθίσταται στο Παρίσι όπου γίνεται ανταποκριτής του περιοδικού «The Dial» (1922).
Το 1925 εγκαθίσταται στο Ραπάλλο της Ιταλίας όπου ιδρύει το περιοδικό «The Exile» (1927).
Παραμένει στην Ιταλία καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Από τον Φεβρουάριο του 1940 ως το Σεπτέμβριο του 1943 συνεργάζεται με το ιταλικό ραδιόφωνο, κάνοντας πολλές εκπομπές, αρκετές από τις οποίες πολιτικού χαρακτήρα.
Στις 2 Μαΐου 1945, συνελλήφθη από τους ιταλούς παρτιζάνους, και οδηγήθηκε (σύμφωνα με το Hugh Kenner) στη βάση τους στο Τσιάβαρι, όπου σύντομα απελευθερώθηκε μην παρουσιάζοντας κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κατηγορήθηκε για προδοσία, συνελήφθη από τον αμερικανικό στρατό. Φυλακίστηκε σε ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως του αμερικανικού στρατού έξω από την Πίζα, κλεισμένος για 25 μέρες σε ένα ανοικτό κλουβί πρίν του δοθεί μια σκηνή. Εδώ υφίσταται ένα νευρικό κλονισμό. Κατά τη διάρκεια της φυλακισής του συνέταξε τα Κάντος της Πίζας (The Pisan Cantos). Αυτό το τμήμα της ποίησης υπό εξέλιξη (work in progress) χαρακτηρίζει μια μετατόπιση στην ποίηση του Πάουντ· μια περισυλλογή στην καταστροφή τη δική του και της Ευρώπης, και στη θέση του στο φυσικό κόσμο. Τα Κάντος της Πίζας κέρδισαν το πρώτο βραβείο Bollingen από τη βιβλιοθήκη του Κονγκρέσου το 1948.
Επαναπατρίζεται, κρίνεται, όμως, ανίκανος να υπερασπιστεί τον εαυτό του και κλείνεται σε ψυχιατρική κλινική, απ’ όπου ελευθερώνεται το 1958 και ξαναγυρίζει στην Ιταλία. Το 1963 γράφει «Βρίσκομαι μέσα σε πλήρη αβεβαιότητα. Δεν εργάζομαι πια. Δεν κάνω τίποτε. Κοιτάζω τα πράγματα.»
Τα τελευταία του χρόνια περνούν μέσα σε φοβερή σιωπή.
Έργα του Έζρα Πάουντ:
Personae (1904)
Canzoni (1911)
Ripostes (1912)
Lustra (1916)
Quia pauper amavi (1918)
Hugh Selwyn Mauberley (1920)
Cantos (1930 – 1955)
LOQUITUR: En Bertrabs de Born.
Ο Δάντης Αλιγκέρι έβαλε αυτόν τον άνθρωπο στην κόλαση επειδή ήταν υποκινητής διαμάχης.
Eceovi!
Κρίνετε!
Τον ξέθαψα πάλι;
Η σκηνή είναι στο κάστρο του, το Αλταφόρτε.
Ο «Πάπιολς» είναι ο ραψωδός.
«Ο Λιόπαρδος,» το έμβλημα του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου.
Ι
Να πάρει ο διάβολος! όλος τούτος ο Νότος μας βρωμά ειρήνη.
Έι βρωμόσκυλο του κερατά, Πάπιολς, εμπρός μωρέ! Μουσική!
Δεν έχω ζωή παρεκτός κι αν τα σπαθιά συγκρούονται.
Μα αα! όταν βλέπω τα λάβαρα χρυσά, πορφυρά, να πολεμούν,
και το μεγάλο πεδίο της μάχης αποκάτω τους να γίνεται κόκκινο,
τότε η καρδιά μου ουρλιάζει τρελαμένη από χαρά.
ΙΙ
Στην κάψα του καλοκαιριού έχω μεγάλη χαρά
όταν οι θύελλες σαρώνουν της γης τη βρωμερή ειρήνη,
κι οι αστραπές από τον μαύρο ουρανό πέφτουν λουσμένες στο κόκκινο,
κι οι κεραυνοί την άγριά τους μού βρυχώνται μουσική
κι οι αγέρηδες σκληρίζουν μες στα σύννεφα τρέλα και πολεμούν
και μες στους σπαραγμένους ουρανούς τα σπαθιά του Θεού συγκρούονται.
ΙΙΙ
Άδη κάνε γρήγορα να ξανακούσουμε τα σπαθιά να συγκρούονται!
και τ’ άλογα στη μάχη δυνατά να χρεμετίζουν από χαρά,
ακιδωτά σπαθιά μ’ ακιδωτά σπαθιά να πολεμούν!
Καλύτερα μιας ώρας μάχη παρά ένα χρόνο ειρήνη
με παχιά τραπεζώματα, προαγωγούς, κρασί και λεπτή μουσική!
Μπα! δεν υπάρχει κρασί σαν το αίμα κόκκινο!
IV
Και παθιάζομαι να βλέπω τον ήλιο να προβάλει σαν αίμα κόκκινο.
Και βλέπω τ’ ακόντιά του μες στο σκοτάδι να συγκρούονται
κι όλη μου την καρδιά τηνε γεμίζει με χαρά
και διάπλατα μού ανοίγει το στόμα με γοργή μουσική
όταν τον βλέπω τόσο να περιφρονεί και ν’ αψηφά την ειρήνη,
οι δυνάμεις του μ’ όλο το σκοτάδι να πολεμούν.
V
Οι άνθρωποι που φοβούνται τον πόλεμο και κάθονται, και πολεμούν
τα λόγια μου για μάχη, δεν έχουν αίμα κόκκινο,
μα τους πρέπει μόνο να σαπίζουν σε γυναίκεια ειρήνη
μακριά από κει που κερδίζεται η αξία και τα σπαθιά συγκρούονται,
για τον θάνατο τέτοιων βρωμοθήλυκων έχω χαρά·
ναι, γιομίζω όλον τον αγέρα με τη δική μου μουσική.
VI
Πάπιολς, Πάπιολς, μουσική!
Δεν υπάρχει τραγούδι σαν των σπαθιών με τα σπαθιά σαν πολεμούν,
καμιά κραυγή σαν της μάχης τη χαρά
όταν οι αγκώνες μας και τα σπαθιά μας στάζουν αίμα κόκκινο
και τα εμβλήματά μας με του «Λιόπαρδου» την ορμή συγκρούονται.
Άμποτε ο Θεός να καταδικάσει για πάντα όσους φωνάζουν «Ειρήνη!»
VII
Κι η μουσική των σπαθιών να τους μουσκέψει με αίμα κόκκινο!
Άδη κάνε γρήγορα να ξανακούσουμε τα σπαθιά να συγκρούονται!
Άδη σβήσε για πάντα τη σκέψη «Ειρήνη»!
ΕΖΡΑ ΠΑΟΥΝΤ Κ Α Ν Τ Ο Χ I V
Io venni in luogo d’ogni luce muto;
Βρώμα από βρεγμένο κάρβουνο, οι πολιτικάντηδες
….ε και ….ν, με τους καρπούς των χεριών τους δεμένους
στα σφυρά,
να στέκονται γυμνόκωλοι,
μούρες πασαλειμμένες στα πισινά τους,
διάπλατο μάτι σε πλακωτά κωλομέρια,
να κρέμονται τρίχες αντί για γένια,
να μιλάνε στις συγκεντρώσεις με τις κωλοτρυπίδες τους,
ν’ απευθύνονται στα πλήθη του βορβόρου,
σαλαμάνδρες, νεροσάλιαγκες, νεροσκούληκα,
κι ανάμεσά τους ο ….ρ,
μια πεντακάθαρη πετσέτα φαγητού
χωμένη κάτω από το πέος του,
και ο ….μ
που σιχαινόταν τη δημοτική γλώσσα,
κολλαριστοί, αλλά βρώμικοι, γιακάδες
που του περιορίζουν τα πόδια,
και το σπυριασμένο δέρμα όλο τρίχες
πιέζει τις άκρες του γιακά,
κερδοσκόποι που πίνουν αίμα γλυκασμένο με σκατό,
και πίσω τους ο ….φ και οι οικονομολόγοι
με συρματόσκοινα να τους χτυπούν.
Και οι προδότες της γλώσσας
ο ….ν και η συμμορία του τύπου
και κείνοι πού ‘λεγαν ψέματα επ’ αμοιβή,
οι διεστραμμένοι, οι διαστροφείς της γλώσσας,
οι διεστραμμένοι, που βάζουν την ασέλγεια του χρήματος
πάνω απ’ τις απολαύσεις των αισθήσεων ΄
στριγκλίζουν, σαν κακαρίσματα τυπογραφείου,
πάταγος πιεστηρίου,
φύσημα σκόνης και χαρτιών που πετούν,
ιδρώτας, βρώμα και δυσωδία από σάπια πορτοκάλια,
κοπριά, τελικός βόθρος του σύμπαντος,
mysterium, θειάφι,
κι ο μικρόψυχος, να ’χει λυσσάξει·
να βουτάει διαμάντια στη λάσπη,
και να ουρλιάζει που τα βρίσκει πεντακάθαρα·
μανάδες σαδίστριες που σπρώχνουν τις κόρες τους
να πλαγιάσουν με χούφταλα,
γουρούνες που τρώνε τα νιογέννητά τους
κι εδώ η επιγραφή ΕΙΚΩΝ ΓΗΣ,
κι εδώ: ΑΛΛΑΓΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
αναλιγώνονται σαν πρόστυχο κερί,
λειωμένα κεριά, οι γλουτοί να βουλιάζουν όλο και πιο χαμηλά,
πρόσωπα που βουτάνε κάτω από χοιρομέρια,
και μες στη λάσπη αποκάτω τους,
γυρισμένοι ανάποδα, πατούσα με πατούσα,
παλάμη με παλάμη, οι πράχτορες προβοκάτορες
οι δολοφόνοι του Πίαρς και του Μακντόουναφ,
ο Λοχαγός Χ. ο αρχιβασανιστής΄
το πετρωμένο σκατό που ήταν ο Βέρρης,
οι μισαλλόδοξοι, ο Καλβίνος και
ο Άγιος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς!
Κατσαρίδες, που χώνονται μες στο σκατό,
μαραγκιασμένο το χώμα, η λάσπη κομμάτια – κομμάτια,
χαμένα περιγράμματα, διαβρώσεις.
Πάνω απ’ τη σαπίλα της κόλασης
η μεγάλη κωλοτρυπίδα,
πνιγμένη στις αιμορροΐδες,
κρεμαστοί σταλακτίτες,
λιγδεροί σαν τον ουρανό πάνω απ’ το Ουέστμινστερ,
οι αφανείς, πολλοί Άγγλοι,
ο τόπος χωρίς ενδιαφέρον,
τελευταίος βούρκος, ύστατο ξεχαρβάλωμα,
οι αντισταυροφόροι, να πορδίζουν μες στο μετάξι,
να ανεμίζουν τα Χριστιανικά σύμβολα,
…να μαλακίζουν μια τσίγκινη σφυρίχτρα της δεκάρας,
μύγες που μεταφέρουν ειδήσεις, άρπυιες
να τσιρλίζουν στον αέρα,
ο βούρκος με τους πρόστυχους ψεύτες,
βόρβορος ηλιθιοτήτων,
μοχθηρές ηλιθιότητες, και ηλιθιότητες,
το χώμα ζωντανό πύο, γεμάτο από βρωμερά ζωύφια,
ψόφια σκουλήκια που γεννούν ζωντανά σκουλήκια,
φτωχονοικοκυραίοι,
τοκογλύφοι που ζουλάνε μουνόψειρες,
νταβατζήδες της εξουσίας,
pets-de-loup, καθισμένοι πάνω σε στοίβες
πέτρινα βιβλία,
σκεπάζουν με φιλολογία τα κείμενα,
και τα κρύβουν κάτω απ’ το σώμα τους,
ο αέρας χωρίς το καταφύγιο της σιωπής,
κοπάδι ψείρες που βγάζουν δόντια,
και πάνω απ’ όλα αυτά ο στόμφος των ρητόρων,
το κωλορέψιμο των φαρισαίων.
Και invidia,
Η corruptio, βρώμα, φαρμακερό μανιτάρι,
ρευστά ζώα, λειωμένες οστεώσεις,
αργή αποσύνθεση, βρωμερό κάψιμο,
γόπες από πούρα μασημένες, χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς τραγωδία,
ο ….m Episcopus, ανεμίζει ένα προφυλακτικό γεμάτο κατσαρίδες,
οι μονοπωλιστές, αυτοί που εμποδίζουν τη γνώση,
αυτοί που εμποδίζουν την κατανομή.
#
USURA
ΤΟΚΟΓΛΥΦΙΑ
Με την τοκογλυφία κανείς δεν έχει σπίτι πέτρινο
με κάθε πέτρα να σμιλεύεται σωστά και τέλεια να δένει
έτσι ώστε ένα σχέδιο να είναι δυνατό να περαστεί πάνω στην πρόσοψή του,
με την τοκογλυφία
κανείς δεν έχει έναν παράδεισο ζωγραφιστό
στους τοίχους του ναού του
άρπες και φλάουτα
ή την παρθένο εκεί που δέχεται το μήνυμα κι
η άλως να προβάλλεται απ΄ τη χαραγματιά,
με την τοκογλυφία
κανείς δεν βλέπει τον Γκοντσάγκαμε τους διαδόχους και τις παλλακίδες του
καμιά ζωγραφική δεν γίνεται να διαρκέσει ή να ζήσει,
γίνεται μόνο για να πουληθεί,
και μάλιστα στο άψε-σβήσε,
με την τοκογλυφία, αμάρτημα κατά της φύσης,
είν΄ το ψωμί σου ακόμα πιο μπαγιάτικο
ειν' το ψωμί ξερό σαν να ΄ταν χάρτινο,
χωρίς πληθώρα από σιτάρι, χωρίς αλεύρι δυνατό
με την τοκογλυφία γίνεται η γραμμή τραχιά
με την τοκογλυφία δεν υπάρχει σύνορο καθάριο
κανείς δεν βρίσκει μέρος για να κατοικήσει.
Ο λιθοξόος κρατιέται μακριά απ΄ την πέτρα του
κι ο υφαντής μακριά από τον αργαλειό του
ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΚΟΓΛΥΦΙΑ
δεν έρχεται μαλλί στην αγοράτα πρόβατα δεν φέρνουν κέρδος.
Είναι πανούκλα η τοκογλυφία,
αμβλύνει τη βελόνα στης κοπελιάς το χέρι
βάζει φραγμό στού υφαντή την τέχνη.
Ένας Πιέτρο Λομπάρδο δεν μας προέκυψε ποτέ από τοκογλυφία
και ένας Ντούτσιο δεν έγινε ποτέ από τοκογλυφία
ούτε Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα,
ούτε Μπελλίνι γίνανε ποτέ απ΄ την τοκογλυφία
ούτε και ζωγραφίστηκε ποτέ "Η Συκοφαντία".
Ένας Αντζέλικο δεν μας προέκυψε από τοκογλυφία,
ουτ' ο Αμπρότζιο ντε Πρέντις.
Ουτ΄ εκκλησιά με λαξευμένο λίθο
με χαραγμένο το "Αδάμ εποίει".
Ούτε ο Σαιντ Τροφίμ από τοκογλυφία.
Ούτε ο Σαιντ Ιλαίρ από τοκογλυφία.
Διάβρωσε την σμίλη η τοκογλυφία.
Διάβρωσε και τέχνη και τεχνίτη.
Ροκάνισε το νήμα τ΄αργαλειού
Καμιά δεν έμαθε να πλέκει το χρυσόνημα
με το πατρόν της
Το γαλανό πιάνει μελίγκρα απ΄ την τοκογλυφία,
και η πορφύρα μένει ακέντητη.
Και το σμαράγδι δεν συναντά κανέναν Μέμλινκ
Σκοτώνει το παιδί στη μήτρα η τοκογλυφία
Του νέου το φλερτάρισμα το σταματά
Έφερε την παραλυσία στο κρεβάτι, ξαπλώνει
ανάμεσα στη νεαρή τη νύφη και τον άντρα της
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΦΥΣΗ
Φέρανε πόρνες για την Ελευσίνα
Πτώματα στήθηκαν στο δείπνο
κατ΄ εντολήν της τοκογλυφίας.
Σημείωση του ποιητή : Usura (Τοκογλυφία) = επιβάρυνση για την χρήση αγοραστικής ισχύος, επιβαλλόμενη αδιαφορώντας για την παραγωγή, συχνά αδιαφορώντας για τις δυνατότητες παραγωγής. (εξού η αποτυχία της Τράπεζας των Μεδίκων).
Το ποίημα ΤΟΚΟΓΛΥΦΙΑ σε μετάφραση του Χρίστου Γούδη ανακτήθηκε από την ιστοσελίδα ΜΑΥΡΟΣ ΚΡΙΝΟΣ στη δ/νση http://mavroskrinos.blogspot.com/2008/10/blog-post_11.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου