Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

Περικλής Γιαννόπουλος: Ή ζωή και τό δραματικό τέλος τοϋ μεγάλου Έλληνα όραματιστή.

«Ό Περικλής Γιαννόπουλος είναι ό πιο μεγάλος πρόδρομος τοϋ νέου Ελληνικού πολιτισμού...» Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Άπό τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Κάρολο Μωραΐτη

Εκείνο τό βροχερό πρωινό της Τετάρ­της, 10 Απριλίου 1910, ένας νεαρός βγήκε βιαστικός άπό τό οπίτι του, ανέβη­κε σέ μία άμαξα και ζήτησε άπό τον καραγωγέα νά τον μεταφέρη οτόν Σκαρα­μαγκά. Φαινόταν ιδιόρρυθμος άνθρωπος. Φοροϋοε λευκό κοστούμι και γάντια. "Ο­ταν έφτασαν, κόντευε μεσημέρι. Ή βροχή είχε σταματήσει. Ό νεαρός μπήκε σ' ένα χάνι, ήπιε μιά μπύρα και στη συνέχεια ζή­τησε άπό τον άμαξηλάτη νά τοϋ ξεζέψη τό άλογο.
-Θέλω νά πάω μιά βόλτα, τοΰ είπε. Είμαι ικανός ιππέας.
Τό καβάλησε εύκολα καί τραβώντας τά γκέμια κατευθύνθηκε πρός την παραλία. Σάν έφθασε, τοποθέτησε ένα στεφάνι μ' αγριολούλουδα στο κεφάλι του, αλείφθη­κε με αρώματα και κρατώντας μιά σακκούλα με βαρίδια χτύπησε τό άλογο πού προχώρησε δειλά μέσα στην θάλασσα.

Τώρα έβρεχε δυνατά. Τό ζώο πού αντέ­δρασε αρχικά, υποχώρησε μπροστά στην επιμονή τοϋ νέου του αφεντικού και ώρμησε τελικά στ' αφρισμένα κύματα.
Όταν πιά έφθασαν στά βαθιά καί ό αναβάτης είδε πώς τό ζώο αγκομαχούσε, έβγαλε ένα πιστόλι άπό την τσέπη του, τό σήκωσε, έβαλε την κάννη στον κρόταφο του καί με σταθερό χέρι πάτησε την σκαν­δάλη. Σέ δευτερόλεπτα έχασε την ισορρο­πία του καί χάθηκε στά παγωμένα νερά ένώ το άλογο τρομαγμένο βγήκε φρουμά­ζοντας στην παραλία.
Τό πτώμα τοϋ αύτόχειρα τό ξέβρασε ή θάλασσα στήν ακτή της Ελευσίνας, περίπου δεκαπέντε μέρες άργότερα. Οι χωρι­κοί πού τό βρήκαν ειδοποίησαν την Άστυνομία, ή οποία μετέφερε τόν νεκρό στό νεκροτομείο. Ή κηδεία έγινε την ε­πομένη μέ παρόντες, πλην τού παπά, τόν «έλληνοκεντρικόν» Κώστα Κατσίμπαλη και τόν θείο τού νεαρού, πού είχαν ειδοποιηθεΐ άπό τήν προηγουμένη, μόλις έγι­ναν γνωστά τά στοιχεία του.

Τόν ποιητικό αυτόν θάνατο -αν μπο­ρούμε νά τόν χαρακτηρίσουμε έτσι- διά­λεξε ό Περικλής Γιαννόπουλος για νά «δραπετεύση» άπό τήν ζωή πάνω στό άνθος της ηλικίας του. Ήταν δεν ήταν σαράντα χρόνων, κι όμως ό ιδιότυπος αυτός πνευματκός άνθρωπος είχε κάνει τήν Αθήνα να μιλάη καθημερινά γι' αυτόν και τους φιλολογικούς κύκλους ν' άναρωτιούνται άν είχε σώας τάς φρένας έξ αιτίας αυτών πού έγραφε και έλεγε.
Ό ξαφνικός χαμός του πάντως τους συγκλόνισε όλους. Πρώτος ό 
Κωστής Πα­λαμάς θά κλάψη με τούτους τούς στίχους τόν αδικοχαμένο λεβέντη.

Πάει κι ὁ Αντίνους ἔφηβος κι ο πιό λαμπρός πού ζοῦσε
με το ὄραμα ημερόφαντον ἀνάστασης ὡς πέρα
μιᾶς ομορφιᾶς ἑλλήνισσας ἀπάνω από τα λόγια
και που γοργά τη ζήση του που ζοῦσε ἀνάμεσά μας,
και ξαφνικά, την τράβηξε μές ἀπό μᾶς και φεύγει
καθώς τραβᾶς τό χέρι σου να μη σοῦ το μολέψη
το χέρι κάποιου ἀνάξιου με ον χαιρετισμό του.

Ό "Αγγελος Σικελιανός θά τόν ύμνήση γράφοντας:

Κλάψτε τόν ὤριο Ίππόλυτον! Ώ νιάτα.
που κρατᾶτε καθάρια μιαν Ελλάδα σκαλισμένη στά μάρμαρα ή της ΙΙάρου ἤ της Πεντέλης. στής γυμνῆς Αθήνας τό φώς ἤ μές στής πλούσιας Ολυμπίας τά νερά και τά δέντρα εδῶ ζυγιάστε

Και ό Μιλτιάδης Μαλακάσης μόλις πληροφορήθηκε τόν θάνατο του συνέθεσε τό παρακάτω επίγραμμα:

Τώρα σ' εὐλάβεια μνήμης, ὦ  'Αππολώνιε ζῆσε,
νέος μαζί κι αρχαῖος - μιά λύπη, μιά χαρά, -
σάν ἀπό τον Πραξιτέλη μαρμαρωμένος να εἶσαι
καί σάν ζωγραφισμένος ἀπ' τό Λά-Γκανταρᾶ 

Μα και άλλοι πολλοί, όπως ό Ανδρέας Λασκαράτος, ί| Μυρτιώτισσα, ο Βλάσσης Γαβριηλίδης, ό Παναγιώτης Κανελλόπου­λος, ό Σπύρος Μελάς, ό Δημήτρης Ταγκόπουλος, ο Γρηγοριος Ξενόπουλος, ο Ίων Δραγούμης, ό Παύλος Νιρβάνας. ο Γεράσιμος Βώκος μίλησαν ζεστά για τov άνθρωπο και τό έργο του, γιά τόν μέχρι παραληρήματος αυτόν ελληνολάτρη, πού δυστυχώς γεννήθηκε και δημιούργησε σέ λάθος εποχή.
θαυμάσια είναι η περιγραφή| πού δίνει για αυτόν σ ένα άρθρο του ο Σπύρο; Μελάς:

«..ένας ωραιότατος νέος, λεβέντης κυπαριοσόκορμος, αλαβάστρινος, μέ θαυμάσια σαγηνευτικά, γαλανά μάτια, ένας αρχαίος "Ελληνας μέ περιβολή δανδή, δικής του συνθέσεως, ζακέττα γκρί-πέρλ, χιονάτο ,πλαστρόν, πού διετηρεΐτο πάντοτε άσπιλο και, αντί άνθους, ένα... γαϊδουράγκαθο στην κομ-βιοδόχη. Ήταν μιά εμφάνιση άφθαστα κομψή, φυσικά εντυπωσιακή και παρ' όλη τήν ιδιορρυθμία της άντρίκια καί επιβλητική. Και σπανίως ψυχή ήταν τό­σον εναρμονισμένη μέ τό εξωτερικό τού άνθρωπου, όπως ή δική του: Αγνός, άνεπίληπτος, υψηλόφρων, ευγενής και άβρός, ποιητής στην κάθε στιγμή καί την  πιο καθημερινή τής ζωής του, πέ­θανε μέ τήν ομορφιά πού είχε ζήσει, γιά νά μήν επιτρέψει οτήν ασχήμια νά εισβάλει στον υπερήφανο πύργο του».

Και ό "Αριστος Καμπάνης θά σημειώση γιά την ήμερα τής γνωριμίας τους:

«Ο νέος ήταν ξανθός, μέ διακριτικά μουστάκια, ψαρά μαλλιά πάνω στους νεανικούς κροτάφους του. "Ενα κομ­μάτι κρέμ ύφασμα σκεπάζει τό λαιμό του άντι γραβάτας. Φορούσε γάντια. Καί κρατούσε ατά χέρια τον ένα μπα­στούνι. Πάνω α' ένα κάθισμα είχε αφή­σει ένα μπουκέτο άπό αγριολούλουδα. Κρατούσε έναν στυλογράφο καί σημεί­ωνε πάνω α ένα σημειωματάριο, ενώ τό βλέμμα του είχε καρφωθεί α' ένα δέντρο πού βρισκόταν στον ανηφορικό δρόμο πρός τήν Ακρόπολη».
Ποιος ήταν όμως ό Περικλής Γιαννό­πουλος, που σπατάλησε τήν ζωή του σάν λαμπάδα γιά τό άπιαστό ιδανικό και πού τελικά τήν αφήρεσε μέ τό ίδιο του τό χέ­ρι κατα τρόπον εντυπωσιακό;

Γεννημένος οτήν Πάτρα, τον Φεβρουά­ριο τοϋ 1870, τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές στή γενέτειρα του και στή συνέ­χεια ενεγράφη στήν Ιατρική Σχολή τού Πανεπιστημίου "Αθηνών. Κατήγετο άπό διακεκριμένη οικογένεια. Ό πατέρας του ήταν γιατρός άπό τό Μεσολόγγι και οί ρί­ζες τής μητέρας του κρατούσαν άπό τήν επιφανή οικογένεια τών Χαιρέτηδων τής Κωνσταντινουπόλεως.
Φοίτησε μόνο γιά ένα έτος και ακο­λούθως άνεχώρησε γιά τό Παρίσι, όπου παρηκολούθησε και πάλι μαθήματα Ια­τρικής, στό εκεί Πανεπιστήμιο, χωρίς ωστόσο νά ολοκλήρωση τις σπουδές του. Βασικώτερη αιτία τής διακοπής τών μα­θημάτων του στάθηκε ό θάνατος τοϋ πα­τέρα του. Τό γεγονός προκάλεσε στον νε­αρό Γιαννόπουλο σοβαρή νευρική διατα­ραχή, ή οποία δεν τοϋ επέτρεψε νά παρα­κολούθηση Ανατομία καί Χειρουργική.
Έτσι, μέ τήν προτροπή τοϋ διάσημου Γάλλου καθηγητού τής "Ανατομίας Σαρκώ, εγκαταλείπει τήν "Ιατρικήν. Γεμάτος απελπισία καταφεύγει τότε γιά ένα διά­στημα περίπου οκτώ μηνών ατό Λονδίνο, κοντά στον μεγαλύτερο άδελφόν του και στή συνέχεια επιστρέφει στην Αθήνα (1893) όπου ενεγράφη, τήν φορά αυτή, στη Νομική Σχολή, χωρίς ποτέ νά φοίτη­ση.
Περνούσε τόν καιρό του δημοσιεύοντας πεζά ποιήματα ατό «"Αστυ», καθώς και μεταφράσεις έργων έκ τής αγγλικής και γαλλικής λογοτεχνίας. Αυτό όμως δέν τόν ικανοποιούσε.

Ή ευαίσθητη ψυχή του φαίνεται πως αποζητούσε μια σωτήρια αλλαγή. Ένα γεγονός πού θά ανέτρεπε ριζικά τόν εσω­τερικό του κόσμο, και θά τού αποκάλυπτε τόν σκοπό της ζωής.  Άπό τό αδιέξοδο αυτό ήρθε νά τόν βγάλη ένα γράμμα που τοϋ έστειλε άπό τά Μέθανα ό "Αναστάσιος Γεννάδιος, ό όποιος τόν γνώριζε άπό παλιά και είχε παρακολουθήσει τήν μέχρι εκείνη τήν στιγμή πνευματική του πορεία. Του έγρα­φε λοιπόν μεταξύ άλλων:

Παῦσε νά διαβάζης Μπωντελαίρ και λοιπά περιττώματα.

Και τόν προέτρεπε νά μελετήση τους Έλληνες κλασσικούς. Τό γράμμα αυτό έξύπνησε τήν έλληνολατρεία που έρρεε στις φλέβες του και τόν βοήθησε νά δή καθαρά τήν πράγματικότητα.
Ό Γιαννόπουλος ακολούθησε, πράγμα­τι, τήν συμβουλή του και έμεινε γοητευ­μένος άπό τήν επαφή μέ τήν κλασσική παιδεία, άπό τό θαύμα τού "Αρχαίου Ελ­ληνικού Πολιτισμού. Και μέσα του συντε­λείται σιγά-σιγά ή αλλαγή.
Είναι ή εποχή πού ό άτυχης Ελληνο­τουρκικός πόλεμος τοϋ '97 έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στο κορμί τής ταλαί­πωρης Ελλάδας,  οποία προσπαθεί νά άνασυγκροτηθή «γλείφοντας τις πληγές της». Είναι ή εποχή πού ή ξενομανία κυ­ριαρχεί, στήν πολιτικοκοινωνική και πνευ­ματική ζωή τού τόπου, έχοντας αποκόψει τόν λαό άπό τις ρίζες του: Τις παραδό­σεις, τά ήθη, τά έθιμα, τις δοξασίες, τόν λαϊκό πολιτισμό, τήν αρχαία Ελλάδα. Είναι ή εποχή πού οι δυτικοφερμένες μορφές τέχνης έχουν βρει δουλικούς μι­μητές, οί όποιοι προσπαθούν νά τούς αντιγράψουν, αγνοώντας τά μεγαλουργή­ματα των προπατόρων τους.

Ό Γιαννόπουλος τά γνωρίζει όλα αυτά, όπως γνωρίζει και τή μεγάλη δυσπιστία μέ τήν οποίαν αναμένεται νά τόν υποδε­χθούν οί πνευματικοί κύκλοι τής "Αθήνας. Κι όμως δεν διστάζει νά προχώρηση, έστω και μόνος. Συμμάχους και συμπαραστάτες θά έχει τις περισσότερες έφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής πού τον αγκα­λιάζουν, τού παραχωρούν τις στήλες του, τόν βοηθούν νά ξεκινήαη τόν αγώνα τον. Ποιόν αγώνα; Μά τόν αγώνα πρός κάθε τί ξένο. πρός κάθε τί ψεύτικο, πρός κάθε τί δυτικοφερμένο, πού μόλυνε τον αέρα τής αττικής γης. Έγραφε και φώναζε πρός τούς "Αθηναίους τής εποχής του:

«Ή ξενομανία είναι χωριατιά. είναι προστυχιά, είναι κουταμάρα, είναι αφιλοτιμία, είναι άφιλοκαλία. Καί είναι ξιππασιά. Καί είναι αμάθεια».

Ό αγώνας του είναι πολυμέτωπος. Στρέφεται εναντίον διαφόρων τομέων τής πολιτικοκοινωνικής ζωής καί μέ τά πύρι­να άρθρα του  χρησιμοποιεί γι'αύτά πλήθος ψευδωνύμων- προσπαθούσε νά άφυπνίση τήν αθηναϊκή κοινωνία τής Belle-epoque.
Τά άρθρα του αυτά θά τά συγκέντρω­ση τό 1906 και θά τά έκδώση σ' ένα φυλ­λάδιο μέ τίτλο «Νέο Πνεύμα». Τόν επό­μενο χρόνο θά κυκλοφορήση ένα δεύτερο φυλλάδιο μέ τόν χαρακτηριστικόν τίτλον «Έκκλησις προς τό Πανελλήνιον κοινόν».
Παράλληλα, ανακαλύπτει τήν ομορφιά τής ελληνικής φύσης, πραγματοποιώντας μακρινούς περιπάτους. Μά, ό πιο αγαπη­μένος του ήταν στην 'Ακρόπολι.
«Ξεκινούσε», θά γράψη σέ άρθρο της ή Σάσα Μόσχου-Σακκόραφου, «τό καταμεσήμερο καί επέστρεφε κατά τις οκτώ τό βράδυ, όταν πια δεν μπορούσε νά διακρίνη καθαρά τις λεπτομέρειες τού αττικού τοπίου. Κι όλες αυτές τις ώρες μελετούσε καί σημείωνε ατό καρ­νέ του τις παρατηρήσεις του σχετικά μέ τήν αττική φύσι».

Κάποιες φορές ξεμάκραινε ακόμη πιό πολύ. Περιφερόταν καί στά πιό απομα­κρυσμένα χωριά τής Ελλάδας γιά νά τά γνωρίση. Ή λιτότητα του ήταν χαρακτη­ριστική. Κάποτε έμεινε γιά ένα διάστημα σέ κάποιο χωριουδάκι τής Θεσσαλίας, θέ­λοντας νά απόκτηση τήν εμπειρία τής ζωής τών χωρικών. Έμεινε λοιπόν σέ μιά πλινθόκτιστη καλύβα μέ προσκεφάλι μιά δέσμη άχυρα, ένώ άπό τήν οροφή κρέμο­νταν λογιών-λογιών αγκάθια, τά αγαπη­μένα λουλούδια(;) αύτοϋ τοϋ παράξενου Έλληνα esthete. Ή βακτηρία του αντικα­ταστάθηκε μέ μιά γκλίτσα καί τά κομψά του ρούχα μέ τά βαρειά χωριάτικα. «"Ο­μως, ό,τι καί νά φορούσε», θά γράψη ό "Αριστος Καμπάνης «ώμιλούσεν επάνω του».

Σοφία Λασκαρίδου
Σέ έναν άπό τους περιπάτους του στην Αττική γνώρισε τόν μεγάλο, τόν μοναδικό ίσως, μά καί ανεκπλήρωτο έρωτα τής ζωής του: Τήν ζωγράφο Σοφία Λαοκαρίδου, τήν πρώτη γυναίκα πού σπούδασε στή Σχολή Καλών Τεχνών, σέ μιά εποχή πού οι καλλιτεχνικές σπουδές ήταν προ­νόμιο μόνο τών ανδρών. "Αξίζει νά σημειωθή ότι γιά τήν έγγραφή της χρειάστηκε ή έπέμβασις τοϋ Γεωργίου Α' (1903). Ε­κείνη ζωγράφιζε καί εκείνος μελετούσε τήν «ελληνική γραμμή» καί φύση. Άπό τις πρώτες κιόλας συναντήσεις ένοιωσε ό ένας γιά τόν άλλον μία περίεργη έλξη. Ό Γιαννόπουλος, συνεπαρμένος άπό τό δυ­ναμισμό, τήν ομορφιά καί τό ταλέντο τής Σοφίας, τήν αγάπησε παράφορα. Μά κι εκείνη δέν έμεινε ασυγκίνητη άπό τόν νε­αρό μέ τήν «Απολλώνια μορφή».

«Άνθη σκορπούσαμε στους βωμούς τής Αφροδίτης, λουλούδια πηγαίναμε στην Παναγία σ όλα τά έξωκκλήσια. Βουνά, πλαγιές, ακρογιάλια, κάμπους, χωράφια, όλη τήν "Αττική γή τή χωρί­σαμε μαζί. "Ανθησαν οί ψυχές μας α' αφάνταστο κάλλος δημιουργίας κι ενθουσιασμού».
Λόγια βγαλμένα άπ' τά κατάβαθα μιας τρυφερής ψυχής: Τής Σοφίας.
Στό μεταξύ, οί αγώνες στους οποίους συνεχίζει νά άποδύεται δέν βρίσκουν τήν άναταπόκριση πού αυτός περίμενε. Οί πε­ρισσότεροι τόν αντιμετωπίζουν μέ καχυ­ποψία, αργότερα τοϋ γυρίζουν τήν πλάτη και αδιαφορούν γιά τό κήρυγμα του. "Α­κόμη και οί λόγιοι τόν πειράζουν γιά τις ιδέες του. 

Ό Μιλτιάδης Μαλακάσης -ένας άπό αυτούς- θά σκαρώση τό γνω­στό επίγραμμα:
Γι' αυτό τό Νέο Πνεύμα σου, σου πρέπει, Περδικλέα, ένα μπουγαδοκόφινο γιά περικεφαλαία!...

Και ό Κονδυλάκης θά παρομοιάση τό ύφος του μέ τό διαλαλητό τών μανάβηδων «σαράντα τό βερύκοκο, ρύκο ρύκο, ρύκοκο».

"Υπήρξαν όμως και κάποιοι -δυστυχώς λίγοι- πού βρήκαν πίσω άπό τό ύφος μιά ψυχή σέ βρασμό, που όπως λέγει ό Σπύρος Μελάς «έχει οραματισθεί μεγάλα και μαστιγώνει τα μικρά». Ήταν οί οπα­δοί και συνεχιστές του, πού πήραν τόν σπόρο που έσπειρε και κάναν τό κήρυγμα του γνωστό στό Πανελλήνιον: Εισχώρη­σαν στό βάθος του και τόν έκαναν βίωμα τους: Ό "Ιων Δραγούμης, ό "Αγγελος Σι­κελιανός, ό Φώτιος Πολίτης, ή Αγγελική Χατζιμιχάλη, ό Δημήτρης Πικιώνης.
Σέ κάποιον φίλο του, που τοϋ έκανε τήν παρατήρηση ότι τά χειρόγραφα πού είχε κάψει, σέ κάποια στιγμή έξαρσης καϊ πάθους, δέν ανήκουν ο' αυτόν, παρά στό κοινό, εκείνος τοϋ αποκρίθηκε:

-Ό,τι έγραψα εγώ, θά τό γράψουν άλλοι καλύτερα. Έγώ έσπειρα μόνο τό σπόρο. Τό χώμα θ' άναδώση μόνο τον ό,τι έγραψα.

"Ομως στήν εποχή του τά λόγια του πήγαιναν στόν βρόντο. Και ό Γιαννόπου­λος, άνθρωπος ευαίσθητος, μέ κλονισμένη υγεία και νεύρα τσακισμένα θά κουραστή γρήγορα και ίσως τότε νά γεννήθηκε γιά πρώτη φορά στό μυαλό του ή ιδέα τής αυτοκτονίας. "Αλλά καϊ ή σχέσις του μέ τήν Λασκαρίδου αντιμετώπιζε προβλήμα­τα. "Ολοκληρώνοντας τις σπουδές της στήν "Ελλάδα, ή Σοφία, πέτυχε, υστέρα άπό διαγωνισμό, τριετή υποτροφία στο Μόναχο. Σ' αυτό τήν είχαν βοηθήσει μερικά άπό τά λαμπρότερα ονόματα τής εποχής. "Ανάμεσα τους ό Νικηφόρος Λύ­τρας, ό Κωνσταντίνος Βολανάκης, ό Ίακωβίδης, ό Ροϊλός, ό Βικάτος πού είχαν μείνει κατάπληκτοι άπό τό ταλέντο και τις έπιδόσεις τής εξαίρετης αυτής νέας. Ε­πιτέλους θά πραγματοποιούσε τό όνειρο της. Τοϋ ανακοινώνει λοιπόν τήν άπόφασή της νά φύγη καί τόν παρακαλεί νά πάη μαζί της.

«Θά μοιραζόμαστε τά πάντα», γράφει μήνες αργότερα σέ κάποιο γράμμα προς τόν Γιαννόπουλο. «Στην ξενιτείά θά είμα­στε πιό ελεύθεροι στην αγάπη μας, θά ζούσαμε μαζί. 'Αλλά ήταν πολύ υπερήφα­νος άχατάδεχτος στον ανδρικό του εγωι­σμό». Καί συνεχίζει:
«Θά έμενε στήν αγαπημένη μας Ακρόπολι όσο νά γυρίσω... Είχαμε μεγά­λα όνειρα, χρυσές ελπίδες γιά τό μέλ­λον... Ζούσα δυο ζωές, τήν ήμερα μέ τήν τέχνη και τη νύχτα μέ τήν άνάμνησι εκείνου. Ό ασύρματος ένωνε τις ψυ­χές μας. Οί δέχτες δεν λάθευαν ποτέ, μετέδιδαν και τήν πιό ασήμαντη δόνησι τού είναι μας».
Ή αλληλογραφία της συνεχιζόταν τα­κτική. Σελίδες γεμάτες ρομαντική συγκί­νηση, ποιητική έξαρσι, λατρεία απεριόρι­στη. Ό Γιαννόπουλος περίμενε τήν επι­στροφή της.
Στό μεταξύ τό φραγγέλιο πού κρα­τούσε στά χέρια του κατά τής ξενομανίας έπεφτε μέ όλο καί μεγαλύτερη δύναμη στό κορμί τής Ελλάδας καί τό ύφος του γινόταν περισσότερο βίαιο καί κεραυνο­βόλο.

«Τό καταχρεωμένον Έλλαδικόν βλακόπνευμα», έγραφε «τό ναυπήγησαν καθ' ολας του ανεξαιρέτως τάς άενάους επιχειρήσεις, άπεκοκκαλώθη: θρησκευ­τικός κοιλοτυμπανισμός, πολιτικός κραβαριτισμός, διπλωματικός άπο­στραβισμός, επιστημονικός κομπογιαννιτιαμός και αναιδέστατος διαφημι-σμός, στρατιωτικός περικλετισμός, ναυ­τικός φασουλισμός, κοινωνικός σαπισμός, εμπορικός σαραφισμός καί καλ­λιτεχνικός πανελλαδικός γκαριστικώτατος γαϊδουρισμός».

Πόση αλήθεια περιείχαν τά λόγια του, μά καί πόσοι μπορούσαν νά αντιληφθούν τό περιεχόμενόν τους. Γι' αυτό ή πλειο­ψηφία τά παρεννόησε και τόν περιγέλασε.
Σάν νά μην έφθανε ή λαϊκή κατακραυ­γή, ή μητέρα τής Σοφίας, σέ μιά τυχαία συνάντηση πού είχε κάποτε μέ τόν Γιαν­νόπουλο, τού δήλωσε όρθά-κοφτά ότι ή κόρη της, πού τήν περιμένει δόξα μεγάλη, δεν πρόκειται νά παντρευτή, γιατί θά άφοσιωθή αποκλειστικά καί μόνον στήν Τέχνη.
Αυτή ήταν ή χαριστική βολή. Γιά τόν Γιαννόπουλο δέν έμενε πλέον τίποτ' άλλο, παρά ό θάνατος. "Ολοι τόν είχαν προδώ­σει. Καί αποφασίζει νά θέση τέρμα στή ζωή του. Κάθεται και τής γράφει ένα γράμμα γεμάτο απελπισία:
«Αθήναι. Σοφία μου, ένα ύστατο χαίρε άπό την Αττική Γή, πού άφηνω γιά πάντα. Μέ άπειρα, γλυκύτατα φι­λιά. Χαίρε, Σοφία μου».
Εκείνη, μόλις τό διαβάζει, τρελλή άπό αγωνία, τοϋ τηλεγραφεϊ: « Έρχομαι».

Τήν εποχή όμως στήν οποίαν αναφε­ρόμαστε, ένα ταξίδι άπό τό Μόναχο στήν Ελλάδα, μέσω Τεργέστης και Πατρών, έκανε μέρες πολλές. Ή Σοφία επιστρέφει όσο πιο γρήγορα μπορεί, μήπως και απο­τρέψει τό μοιραίο. Μά είναι άργά. "Ο Γιαννόπουλος, αυτός ό διάττων αστήρ, ποϋ φώτισε γιά λίγο τή σκοτεινιά τής πο­λιτικοκοινωνικής και πνευματικής μας ζωής, και στη συνέχεια χάθηκε γιά πάντα στό στερέωμα, είχε θέσει τέρμα στή ζωή του λίγες ήμερες πρίν.
Ή Σοφία δέν θεραπεύτηκε ποτέ άπό τόν βαθύ της πόνο. Πίστευε πώς αυτή ήταν ή αιτία τής αυτοκτονίας τοϋ αγαπη­μένου της, και τύψεις βάραιναν τήν ψυχή της ώς τά βαθειά της γεράματα. Σέ ηλικία 83 ετών, λίγο πρίν πεθάνη, τύπωσε ένα μικρό βιβλίο, στό όποιον περιέγραφε τήν ερωτική της περιπέτεια μέ τόν Γιαννό­πουλο. Τίτλος του: «Μιά μεγάλη αγάπη».

Τό έργο του, όσο διεσώθη, εκτιμήθηκε άπό σύγχρονους και μεταγενέστερους. Ό Γρηγόριος Ξενόπουλος έγραψε ότι:
«Το έργον τον είναι άφ' ενός ή έπίκρισις, ή σάτιρα, τό κουρέλιασμα, ή κα-τάλυσις τής συγχρόνου ελληνικής ζωής εις όλας τάς εκδηλώσεις -Τέχνη, φιλο­λογία, Γλώσσα, Θρησκεία, Πολίτευμα, Δίαιτα, Ενδυμασία κλπ- και άφ' έτε­ρου αναδρομή εις τάς γνιριωτέρας, τάς καθαρωτέρας πηγάς τοϋ Ελληνισμού».
Ό Παύλος Νιρβάνας θά σημείωση πώς:
«"Οταν γνωρίζη κάνεις τήν κρυ-σταλλίνην είλικρίνειαν, ποϋ νπήρξεν απο τα ωραιότερα και ευγενέστερα χα­ρίσματα τοϋ Περικλέους Γιαννόπουλου, δέν ημπορεί παρά ν' άποκαλυφθή εμ­πρός εις τήν θανμαστήν αυτήν
όμολο-γίαν... ό Γιαννόπουλος νπήρξεν ανώτε­ρος άπό κάθε αυνθήκην και κάθε νπο-κρισίαν».

Ό Δημήτρης Ταγκόπουλος θά τόν
άποκαλέση άπολλωνικόν φιλόοοφον.
«"Αλλονε χαρακτηρισμόν, πιο ται­ριασμένο, τούτη τή στιγμή δέν τοϋ βρί­σκω. Ναί, άφού και ή μορφή τον και ή ψυχή τον εϊτανε περιχυμένα φώς ηλια­κό, ήλιου Αττικού αχτίδες - ναί, άφού καϊ ή ζωή του και ό θάνατος του εϊτα­νε ζωή και θάνατος φιλοσόφου».

Και ό Γεράσιμος Βώκος θά πή επι­γραμματικά:
«Ητο επικριτής αμείλικτος, αδιάλ­λακτος, τραχέως ασυμβίβαστος και. δέν έγνώριζε καμμίαν ύπεκφυγήν ή ύποχώ-ρησιν. Ήτο όπως οί μεγάλοι προφήται τής Ιουδαίας».
Τέλος, ό "Ανδρέας Λασκαράτος -άλλος μεγάλος παρεξηγημένος των γραμμάτων μας- γράφει στό ποίημα του «Ξένος τής εποχής του», μέ τό όποιον κλείνουμε τό αφιέρωμα αυτό:

Άλλοίμονο σ' ἐκειόν πού διά τοῦ πνεύματος
Ξεπεράσει ὁπωσοῦν την εποχή του,
Βαρυά καταφορά δημοσίου ρεύματος
θάν τοῦ καταπικράνη τή ζωή του.
Μ' ἄν ἀκόμη βαλθῆ ἐξ΄ἐπιτηδεύματος,
Να φέρη ἐμπρός τήν κοινωνία μαζύ του,
Τότε ὁλήκληρη αυτή σάν ἀπό νεύματος
θέ νά πέση στήν ἄθλιαν ὔπαρξή του.
Θάν τον ἀποστραφῆ μέ ἀτιμασία
Τότε ἡ μωρή και ἀχάριστη Πατρίδα
Και μέσ' στήν ὅλη ἀποδοκιμασία,
Δεν θάχη εἰμή την ἄχαρην ἐλπίδα,
Νάλθη ἄλλη γενεά με νοημοσύνη,
Νάν τοῦ κάμη μιά 'μέρα δικαιοσύνη.  



από το περιοδικό «Μαχόμενος Ελληνισμός» 
εκδόσεις Νέα Θέσις αρ. τεύχους 6 Μάρτιος 2004
http://koinosparanomastis.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: