Η εθνική και πολιτική του δράση.
Ο Ίων Δραγούμης υπήρξε διπλωμάτης, πολιτικός και λογοτέχνης. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 14 Σεπτεμβρίου 1878 και η οικογενειακή του καταγωγή ήταν από το Βογάτσικο της Μακεδονίας. Ήταν γόνος οικογένειας πολιτικών και γιος του αγωνιστή, βουλευτή και λογίου, Στέφανου Δραγούμη. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και το 1899 ακολούθησε τον διπλωματικό κλάδο. Το 1897 κατατάχτηκε εθελοντικά στο μέτωπο του ελληνοτουρκικού πολέμου, ενώ είχε υπηρετήσει ως πρόξενος, κατόπιν απαίτησης του, στο Μοναστήρι και εν συνεχεία στην Ανατολική Μακεδονία, στις Σέρρες, στην Ανατολική Ρωμυλία, στον Πύργο και στη Θράκη, και στη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας, με τη θητεία του αυτή να τον αναδεικνύει σε ηγετική μορφή, οργανωτή και εμψυχωτή του Μακεδονικού Αγώνος.
Υπήρξε στενός φίλος με τον Παύλο Μελά, ο οποίος ήταν σύζυγος της αδελφής του, με τον οποίο συνεργάστηκε για την οργάνωση των ορθόδοξων κοινοτήτων, εναντίον των βουλγαρικών κομιτάτων και την κινητοποίηση των Ελληνικών Δυνάμεων. Σε ανάλογες προσπάθειες, επίσης, είχε προβεί και κατά τη διετία 1907 – 1909, υπηρετώντας στην πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης. Ακολούθως, υπηρέτησε διαδοχικά στις πρεσβείες της Ρώμης και του Λονδίνου, αναμίχθηκε στο Επαναστατικό Κίνημα στο Γουδί, ενώ το 1911 οργάνωσε στην Πάτμο συνέδριο για την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων υπηρέτησε στο επιτελείο του Αρχιστράτηγου Διαδόχου Κωνσταντίνου και τον Οκτώβριο του 1912 προέβει σε διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους για την παράδοση της Θεσσαλονίκης. Λίγο αργότερα, το 1914, μετέβη στην Αγία Πετρούπολη, όπου και διαχειρίστηκε το ζήτημα του Αγίου Όρους, φροντίζοντας παράλληλα την οργάνωση των ελληνικών κοινοτήτων της Ρωσίας.
Τον Μάιο του 1915 παραιτείται από την διπλωματική του υπηρεσία, με σκοπό να πολιτευθεί. Λαμβάνει μέρος στις εκλογές τις 31ης Μαΐου και εκλέγεται ανεξάρτητος βουλευτής Φλωρίνης. Αρχικά υπήρξε υποστηρικτής του Ελευθέριου Βενιζέλου, αλλά στη συνέχεια ήρθε σε ρήξη μαζί του, καθώς διέκρινε σημάδια αυταρχισμού και εθνικής υποτέλειας στην πολιτική του, μια στάση που καταμαρτυρούσε την πίστη του στην εθνική αυτοδιάθεση.
Ωστόσο, η επιτυχία του βενιζελικού κινήματος το 1917 έγινε η αιτία να εξοριστεί, μαζί με άλλους αντιβενιζελικούς πολιτικούς στην Κορσική, όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου. Επανήλθε στην Ελλάδα, αλλά εξορίστηκε και πάλι στη Σκόπελο, από όπου απελευθερώθηκε στα τέλη του 1919. Αμέσως ανέπτυξε δράση υπέρ της
«Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως»,στην οποία αναδείχθηκε ηγετική προσωπικότητα στη συσπείρωση των αντιβενιζελικών, ξεχωρίζοντας τόσο για τις πολιτικές και διπλωματικές του ικανότητες, όσο και για την πνευματικότητα και την αγνή του φιλοπατρία.
Στις 31 Ιουλίου 1920, την επομένη της απόπειρας δολοφονίας του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Παρίσι, ο Ίων Δραγούμης δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από βενιζελικά τάγματα ασφαλείας, στη διασταύρωση των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Παπαδιαμαντοπούλου. Η άδικη και άνανδρη δολοφονία του συγκίνησε το πανελλήνιο και ολόκληρο τον πολιτικό κόσμο, συγκλονίζοντας, ταυτόχρονα, την ελληνική καλλιτεχνική ψυχή, με τον Κωστή Παλαμά και τον Άγγελο Σικελιανό να συνθέτους ελεγείες για το δραματικό γεγονός. Στο σημείο της εκτελέσεως του ανεγέρθηκε μνημείο το 1921. Ήταν μια λευκή επιτύμβια στήλη, όπως ακριβώς είχε ζητήσει με τους στίχους του ο Κωστής Παλαμάς, στην
«Νεκρική Ωδή» που είχε συνθέσει εις μνήμην του.
Το συγγραφικό του έργο.
Η κλίση του προς τη φιλοσοφία και την ιστορία, καθώς και η έντονη πνευματική του ευαισθησία, έγινε καταφανής από πολύ νωρίς. Συνδεόταν με προσωπική φιλία με τον Περικλή Γιαννόπουλο, έναν μεγάλο στοχαστή και οπλίτη του Ελληνισμού, καθώς και με τον Νίκο Καζαντζάκη, με τον τελευταίο να τον μνημονεύει σε πολλά έργα του.
Το συγγραφικό έργο του Ίωνα Δραγούμη, αποτελούμενο από πολιτικές μελέτες, άρθρα κοινωνικού προβληματισμού, καθώς και λογοτεχνήματα, βρισκόταν σε απόλυτο συντονισμό με την εθνική και πολιτική του δράση, με την οποίασάλπισε την αφύπνιση του ελληνικού έθνους και τον αγώνα για την πολιτική του ολοκλήρωση, με την απελευθέρωση των ακόμα σκλαβωμένων Ελλήνων. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες του δημοτικισμού στην Ελλάδα, γιατί έτσι σφυρηλατούσε τον συνδετικό κρίκο της ζωντανής παράδοσης με την δημιουργία πολιτισμού. Συχνά αρθρογραφούσε στον
«Νουμά», με το ψευδώνυμο
«Ίδας», μέσω του οποίου διακήρυττε τις δημοτικιστικές του γλωσσικές ιδέες. Κατά κύριο λόγο, το πολιτικό του μανιφέστο παρουσιάζεται μέσω των κειμένων του
«Ελληνικός Πολιτισμός» και
«Μονοπάτι», στα οποία αναλύει τους σκοπούς ύπαρξης του ελληνικού έθνους και της εθνικής ιδεολογίας. Ειδικότερα, κατέγραφε τις αντιλήψεις του για την υπεροχή του έθνους έναντι του κράτους, καταλήγοντας σε πρακτικές πολιτιστικές προτάσεις, για τον νέο ελληνισμό που πίστευε ότι αναδυόταν.
Έπειτα από τον θάνατο του μεγάλου Μακεδονομάχου Παύλου Μελά, δημοσιεύει το πιο γνωστό έργο του με τίτλο «Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα», ένα βιβλίο που πραγματικά τάραξε συθέμελα την τότε λιμνάζουσα ελληνική κοινωνία. Ακόμη, εξέχων έργο του υπήρξε το βιβλίο
«Σαμοθράκη», το οποίο συνέγραψε με αφορμή τηνεπίσκεψη του στο όμορφο νησί, όπου πραγματεύεται τα χνάρια του Ελληνισμού στην Ελληνική ύπαιθρο. Εξέδωσε το περιοδικό
«Πολιτική Επιθεώρησις», ενώ άλλα έργα του ήταν το
«Σταμάτημα» και το
«Ο ελληνισμός μου και οι Έλληνες». Μνημειώδες έργο του παραμένει το
«Όσοι Ζωντανοί», μέσω του οποίου εξέφραζε το πολιτικό του όνειρο, περιγράφοντας ξεκάθαρα το όραμα του Νέου Ελληνισμού. Ήθελε ο νεοελληνικός πολιτισμός να βασιστεί στη γλώσσα, στα έθιμα και στον τρόπο ζωής του απλού ελληνικού λαού, ώστε να μεγαλουργήσει και πάλι. Ήταν ολοφάνερο, ότι η εθνικιστική πίστη και η αγάπη του προς το έθνος ξεπερνούσαν για εκείνον κάθε άλλο δυνατό προσωπικό συναίσθημα.
Ο «πατέρας» του Ελληνικού Εθνικισμού.
Ο Ίων Δραγούμης υπήρξε ο οραματιστής ενός ρομαντικού ελληνικού εθνικισμού. Η δολοφονία του αποστέρησε την πατρίδα μας από ένα σπουδαίο πολιτικό και διανοούμενο, ο οποίος πάλεψε για μία Μεγάλη Ελλάδα, τόσο με το όπλο, όσο και την πένα του. Για εμάς τους Εθνικιστές, αποτελεί τον κυριότερο εκφραστή της εθνικιστικής ιδεολογίας, με την μεγάλη πολιτική σημασία της σκέψης και των θέσεων του, να εκφράζει ένα έλλογο και λειτουργικό εθνικισμό. Ένα εθνικισμό με σεβασμό στο ανθρώπινο πρόσωπο, προσηλωμένο στις αρχές της άμεσης δημοκρατίας, έναν εθνικισμό ο οποίος απορρέει από τον Ελληνικό Πολιτισμό και υπερασπίζεται τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των Ελλήνων. Ο πατριωτισμός του ήταν έμπρακτος και εκδηλωνόταν σε κάθε φάση της ζωής του, καθώς για αυτόν προείχε η Ιδέα της Πατρίδος και για αυτήν την Ιδέα θυσίαζε, αδίστακτα, τα προσωπικά οφέλη. Οραματίστηκε την αναγέννηση του έθνους μέσω της ολοκληρώσεως του και της δημιουργίας πολιτισμού, σύνθεση και εξέλιξη όλων των προηγούμενων πολιτισμών μας, αλλά και συνέχεια της λαϊκής μας παραδόσεως, στηριγμένο στον ολοκληρωμένο, ελεύθερο και με κρατική υπόσταση έθνος, τις κοινότητες και την ορθοδοξία. Βαθύτατη πίστη του αποτελούσε η κοινοτική ιδέα και όχι η αυταπάτη της δημοκρατίας, που όπως έλεγε, πολύ χαρακτηριστικά, μας «σαπίζει».
Ακόμα και μετά θάνατον, λοιπόν, δεν έπαψε στιγμή να επηρεάζει το ελληνικό πνεύμα, ως ένας μεγάλος Μάρτυρας και Ήρωας του Ελληνισμού. Ακολουθούν κάποιες από τις ρήσεις του, οι οποίες έμειναν χαραγμένες στην ελληνική σκέψη, να αποτυπώνουν ξεκάθαρα την έννοια του Ελληνικού Εθνικισμού.
«Θέλω να είμαι ωραίο δείγμα Έλληνος. Να σκοπός μιας ζωής!».
«Ακουμπώντας στο έθνος μου να γίνω πιο άνθρωπος. Δεν μπορεί κανείς να είναι άνθρωπος ξεχνώντας την καταγωγή του. Να θυμάται κανείς από πού βγήκε, που μεγάλωσε, ποιο έθνος τον ανέθρεψε. Μου αρέσει να βλέπει κανείς τους δεσμούς του. Αυτό θα πει ελευθερία».
«Ο εθνικισμός είναι μορφή ενέργειας. Όλοι λοιπόν οι ενεργητικοί άνθρωποι είναι εθνικιστές, είτε το ξέρουν είτε όχι. Ο διεθνιστής είναι στοιχείο θανάτου για το έθνος του».
«Ποιος είναι ο τελικός προορισμόςτων εθνών; Ο πολιτισμός! Να ένα έργο άξιο για τα έθνη, έργο αληθινά ανθρώπινο. Να πως τα έθνη είναι χρήσιμα στην ανθρωπότητα. Πολιτισμούς γεννούν τα έθνη και αυτά μονάχα. Δεν φθάνει όμως να είναι ένα έθνος πολιτισμένο, πρέπει να είναι πολιτισμένο και από δικό του πολιτισμό. Οι πολιτισμοί γεννιούνται ο καθένας σε κάποια πατρίδα, σε κάποια εποχή και σε κάποιο έθνος. Έξω από αυτά δεν μπορεί να σταθεί πολιτισμός».
«Ο καθένας πρέπει να φαντάζεται πως αυτός πρέπει να σώσει το έθνος του. Να μην κοιτάζω τι κάνουν οι άλλοι και να φαντάζομαι μόνον πως εγώ έχω το μεγάλο χρέος της σωτηρίας».
«Ας λείψει το κράτος, που θα της είναι εμπόδιο ή θα παραμορφώνει την εθνική ψυχή. Αν το κράτος στενοχωρεί το έθνος, πρέπει αναγκαστικά ή να αλλάξει μορφή ή να χαθεί. Το κράτος που εμποδίζει τη φυσιολογία του έθνους, είναι περιττό και βλαβερό».
«Η παράδοση είναι ο σύνδεσμος των ατόμων μίας φυλής, τωρινών και περασμένων, που τα κάνει έθνος. Ιστορία είναι η συνείδηση του συνδέσμου αυτού. Να νοιώθεις την καταγωγή σου, την συνέχεια του εθνικού εγώ σου, την ιστορία που σου κάνει συνειδητό το πέρασμα του έθνους σου μέσα στους αιώνες».
«Μόνο εμείς, όσοι νοιώθουμε την δική μας την πατρίδα, μπορούμε να νοιώσουμε και των άλλων τις πατρίδες. Πρώτα πρέπει να νοιώσω τον εαυτό μου καλά, έπειτα καλά το έθνος μου και έτσι φθάνω στην ανθρωπότητα. Όσοι λένε πως είναι κοσμοπολίτες και δεν περνούν από όλα αυτά τα στάδια, δεν μπορούν να νοιώσουν την ανθρωπότητα».
«Το Σύνταγμα θέλησε να δώσει στο έθνος αντιπροσώπους και είπε να υπάρχουν βουλευτές. Επρόκειτο αυτοί οι βουλευτές να αντιπροσωπεύσουν το έθνος. Αλλά η πραγματικότητα τα χάλασε και οι βουλευτές δεν είχαν κανένα συμφέρον να καταγίνουν με το έθνος. Για όνομα του Θεού, βρείτε άλλους να αντιπροσωπεύσουν το έθνος».
«Ναι, το βλέπω πως η Ευρώπη ενώνεται, πως τα έθνη και οι φυλές ζυγώνουν η μία την άλλη. Αλλά εγώ είμαι ένας και εγώ θα ακουμπήσω επάνω στους γύρω μου ανθρώπους. Και αυτοί είναι οι Έλληνες».
«Τι θα πει ραγιάς; Ραγιάς είναι εκείνος που είναι σκλάβος του φόβου του. Ο ραγιάς είναι μισός άνθρωπος. Την ραγιαδοσύνη του την ονομάζει αναγκαία φρονιμάδα. Τον κυνηγάς και κρύβεται. Τον δέρνεις και ακόμα σκύβει. Τον σκοτώνεις και σωπαίνει».
Αντεπίθεση