Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

CORNELIU ZELEA CODREANU – 82 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ

 

Ο Corneliu Zelea Codreanu, γιος του καθηγητή λυκείου Ion Zelea Codreanu και της γερμανικής καταγωγής Elizabeth Brunner, γεννήθηκε στο Χούσι της Ρουμανίας στις 13 Σεπτεμβρίου 1899. Το 1912 γράφτηκε στο στρατιωτικό λύκειο «Nicolae Filipescu» του Târgovişte. Από τον πατέρα του έμαθε να αγαπά την πατρίδα του και να ονειρεύεται για το λαό του ένα πιο ένδοξο πεπρωμένο. 

Στις 15 Αυγούστου του 1916 προσπάθησε να στρατολογηθεί ώστε να λάβει μέρος  στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Αυστροουγγαρία επιτέθηκε στη Ρουμανία αλλά δεν έγινε δεκτός γιατί ήταν ανήλικος. Την 1η Σεπτεμβρίου του 1917 γράφτηκε στη Σχολή Δοκίμων Αξιωματικών με την ελπίδα να αναχωρήσει για το Μέτωπο.  Η εκπαίδευσή του στη σχολή θα σημαδέψει ανεξίτηλα τον χαρακτήρα του. «Εδώ – θα γράψει – έμαθα να μιλάω λίγο, να αγαπώ τα χαρακώματα και να περιφρονώ τα σαλόνια». 

Μετά τον πόλεμο, η πολιτική κατάσταση  στη χώρα του δεν ήταν καθόλου ευοίωνη και δε διέφερε  από εκείνη πολλών άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ενώ η γειτονική Ρωσία βρισκόταν υπό το καθεστώς των Μπολσεβίκων. 

Το 1919 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Ιασίου και εντάχθηκε σε μια μικρή εθνικιστική ομάδα που ονομαζόταν «Φρουρά της Εθνικής Συνείδησης» (Garda Conştiinţei Naţionale), επικεφαλής της οποίας ήταν ο Costantin Pancu. Στην ομάδα του Pancu συμμετείχαν αρκετοί εργάτες και φοιτητές, καθώς και κάποιοι αστοί και ιερωμένοι. 

Ο Codreanu γρήγορα έγινε δημοφιλής στον πανεπιστημιακό χώρο και εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Φοιτητών της Νομικής. Το 1920, για πρώτη φορά στην ιστορία του πανεπιστημίου, η σύγκλητος του πανεπιστημίου του Ιασίου αποφάσισε να ξεκινήσει η ακαδημαϊκή χρονιά χωρίς να προηγηθεί η καθιερωμένη θρησκευτική τελετή. Η απόφαση αυτή προκάλεσε την αντίδραση και την παρέμβαση του Κοντρεάνου, καθώς και άλλων εθνικιστών φοιτητών, που ανάγκασαν τον πρύτανη να υποχωρήσει. Ο Κοντρεάνου ήλθε σε διαμάχη με τον πρύτανη για διάφορα άλλα θέματα και αδικίες που συνέβαιναν στην πανεπιστημιακή κοινότητα. 

Στις 4 Μαΐου του 1921, ο πρύτανης τον απέβαλλε από  όλα τα μαθήματα, γεγονός που πυροδότησε την διαμαρτυρία σχεδόν όλων των καθηγητών της σχολής, οι οποίοι αρνήθηκαν να εφαρμόσουν την πρυτανική απόφαση. Το 1922, μετά την αποφοίτησή του, ο Κοντρεάνου εγκαταλείπει την χώρα του και μετακομίζει στο Βερολίνο για να σπουδάσει Πολιτική Οικονομία. 

Την ίδια χρονιά ιδρύεται στη Ρουμανία ο «Σύλλογος Χριστιανών Σπουδαστών» (Asociația Studenților Creștini) που είχε μεγάλη απήχηση σε ολόκληρη τη χώρα.   

Λίγους μήνες μετά την αναχώρησή του για τη Γερμανία, στη Ρουμανία ξεσπούν φοιτητικές εξεγέρσεις που γρήγορα εξαπλώνονται σ’ ολόκληρη τη χώρα. Ο Κοντρεάνου αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του για να συμμετάσχει στις κινητοποιήσεις των φοιτητών. Μαζί με το φίλο του και συναγωνιστή  Ion Mota θα προσχωρήσουν στο φοιτητικό αγώνα αναπτύσσοντας έντονη εθνικιστική δράση. 

Τον Μάρτιο 1923 ο Codreanu ήταν μεταξύ των ιδρυτών του «Συνδέσμου για την Εθνική και Χριστιανική Άμυνα»  (Liga Apărării Naţional Creştine) μαζί με τον καθηγητή της Οικονομίας Alexandru Cuza, έναν εξαίρετο ακαδημαϊκό με τεράστια απήχηση σ’ ολόκληρη τη χώρα. Το κίνημα σε σύντομο χρονικό διάστημα απέκτησε χιλιάδες μέλη και οπαδούς. 

Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, κατά τη διάρκεια μια διαδήλωσης κατά της κυβέρνησης, ο Κοντρεάνου συλλαμβάνεται και φυλακίζεται, κατηγορούμενος ότι σχεδίαζε τη δολοφονία ορισμένων υπουργών της κυβέρνησης. Θα παραμείνει στη φυλακή για επτά περίπου μήνες. Από τη φυλακή θα βγει αλλαγμένος: πιο θαρραλέος, πιο αποφασιστικός, πιο μαχητικός.  

Η περίοδος που πέρασε στη φυλακή ήταν ζωτικής σημασίας για τον ίδιο. Εκεί υφίσταται κάποιες βαθιές εσωτερικές αλλαγές που θα τον οδηγήσουν να δώσει όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα στην ρουμανική ορθόδοξη πνευματικότητα. Η μνήμη της εικόνας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, κάτω από την οποία σκεφτόταν και  προσευχόταν κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του, θα τον ωθήσει να καθιερώσει τον Αρχάγγελο ως μελλοντικό προστάτη και σύμβολο της πολιτικής του δράσης. 

Στις 8 Μαΐου 1924 θα αναλάβει τον σχηματισμό ενός εθελοντικού φοιτητικού στρατοπέδου, που ονομάζεται «Αδελφότητα του Σταυρού» (Frăţia de Cruce) στο οποίο εκπαιδεύονται οι Λεγεωνάριοι. Λίγες μέρες αργότερα, με διαταγή των αρχών, γίνεται εισβολή αστυνομικών δυνάμεων στο στρατόπεδο, με επικεφαλής τον Constantin Manciu  και όλοι οι εθνικιστές φοιτητές  συλλαμβάνονται και οδηγούνται στις φυλακές. Εκεί θα παραμείνουν έγκλειστοι για πολλές μέρες και θα υποβληθούν σε ξυλοδαρμούς και βασανιστήρια. Για να σταματήσει η βία κατά των Λεγεωνάριων, ήταν απαραίτητη η παρέμβαση του καθηγητή Cuza.

Στις 25 Οκτωβρίου του 1924, ο Κοντρεάνου ανέλαβε την υπεράσπιση ενός φοιτητή που είχε υποστεί βασανιστήρια από τον Manciu. Όταν όμως ο Κοντρεάνου εισήλθε στο δικαστήριο δέχτηκε ύβρεις και απειλές από τον Manciu και τους μπράβους του. Εξοργισμένος και  εκτός εαυτού έβγαλε το περίστροφό του και πυροβόλησε θανάσιμα τον αστυνόμο-βασανιστή. Αμέσως συνελήφθη και οδηγήθηκε στη φυλακή του Galata. 

Ο Κοντρεάνου, όμως είχε την αμέριστη συμπαράσταση του κόσμου. Κατά τη διάρκεια της δίκης, 1900 δικηγόροι συνάδελφοί του προσφέρθηκαν να τον υπερασπιστούν και ειδικά τρένα γεμάτα με φοιτητές κατέκλυσαν το δικαστήριο. Η δίκη διήρκησε έξι μέρες και ο Κοντρεάνου απαλλάχθηκε από την κατηγορία του φόνου  μιας και το δικαστήριο έκρινε ότι είχε προβεί στην ενέργεια αυτή ευρισκόμενος σε αυτοάμυνα.  

Στις 14 Ιουνίου του 1925, ο Κοντρεάνου παντρεύτηκε την Elena Ilinou με δεκάδες χιλιάδες κόσμου να παρευρίσκεται στο γάμο του. 

Λίγο αργότερα εγκατέλειψε προσωρινά τη Ρουμανία και πήγε στη Γκρενόμπλ για να για να εκπονήσει τη διδακτορική διατριβή του στη Νομική Επιστήμη.

Επιστρέφοντας στη Ρουμανία το 1926, έβαλε υποψηφιότητα για βουλευτής, χωρίς ωστόσο να εκλεγεί. 

Λίγο καιρό αργότερα,  μετά από προστριβή του με τον καθηγητή Cuza, o Κοντρεάνου αποχωρεί από το «Σύνδεσμο για την Εθνική και Χριστιανική Άμυνα». 

Στις 24 Ιουνίου 1927, ημέρα του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, αφού συγκέντρωσε τους πιο έμπιστους συναγωνιστές  και φίλους του, ιδρύει την «Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ» (Legiunea Arhanghelului Mihail), ένα επαναστατικό κίνημα με έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα, που συνδύαζε τον Εθνικισμό με τον Χριστιανικό Μυστικισμό, τον ακτιβισμό και το κοινοτικό πνεύμα.  Η Λεγεώνα (η οποία συχνά άλλαζε το όνομά της λόγω επανειλημμένης διάλυσης που επέβαλε η κυβέρνηση) ήταν φορέας μιας ιδεολογίας εθνικιστικής, αντικαπιταλιστικής και αντικομμουνιστικής και άρχισε να προσελκύει σύντομα χιλιάδες φοιτητές, διανοούμενους, εργάτες και αγρότες. 

«Το Κίνημα της Λεγεώνας  έχει πάνω απ ‘ όλα τον χαρακτήρα μιας μεγάλης πνευματικής σχολής. Αποσκοπεί να μεταμορφώσει, να φέρει επανάσταση στις ψυχές. …Η μιζέρια, η καταστροφή προέρχονται από την ψυχή. Η ψυχή είναι το βασικό σημείο πάνω από το οποίο κάποιος πρέπει να λειτουργήσει στην παρούσα στιγμή. Η ψυχή του ατόμου και η ψυχή του λαού» έγραφε ο ηγέτης («Καπιτάν») των Λεγεωνάριων. 

Όταν οι συνέπειες της Μεγάλης Ύφεσης έγιναν αισθητές στο τέλος της δεκαετίας, η δημοτικότητα του Codreanu αυξήθηκε περαιτέρω. Για να προωθηθεί η επιτυχία της, υπήρξε η καταγγελία της εκτεταμένης διαφθοράς μεταξύ των πολιτικών, η ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη και η συνεχής υποστήριξη των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων. Έτσι Codreanu έγινε ένα είδος λαϊκού ήρωα.

Ο Κοντρεάνου  παίρνει μέρος στις εκλογές της 31ης Αυγούστου του 1931 με μια λίστα που ονομάζεται απλά «Κόμμα του Κορνέλιου Κοντρεάνου» και εκλέγεται βουλευτής με 11.176 ψήφους. Η πρώτη ομιλία του στο κοινοβούλιο αφορούσε τους διεφθαρμένους πολιτικούς και τους σφετεριστές του δημόσιου χρήματος, για τους  οποίους ο «Καπιτάν» απαιτεί τη θανατική ποινή. 

Παρά τους συνεχείς διωγμούς από το καθεστώς, το Κίνημα των Λεγεωνάριων θα έχει όλο και μεγαλύτερη απήχηση στο ρουμανικό λαό. Οι αντίπαλοι του Κοντρεάνου βρίσκονται σε πανικό. Την παραμονή των εκλογών του Δεκεμβρίου του 1933, ο Ρουμάνος πρωθυπουργός Ion Gheorghe Duca (του κόμματος των Φιλελευθέρων), ευρισκόμενος στο Παρίσι, σε μια συνέντευξή του συκοφαντεί τη Σιδηρά Φρουρά υποστηρίζοντας ότι τάχα είναι ένα «βρώμικο κίνημα» που αποτελείται από μισθοφόρους στην υπηρεσία του Χίτλερ. Ακολούθως ο Duca διατάσσει τη σύλληψη 18.000 λεγεωνάριων από τους οποίους 16 θα δολοφονηθούν, ενώ πολλοί άλλοι θα υποστούν βασανισμούς μέσα στις φυλακές του διεφθαρμένου καθεστώτος. 

Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1935, τρεις από τους συλληφθέντες λεγεωνάριους θα εκτελέσουν τον ελεεινό σκευωρό Duca και θα παραδοθούν στις αρχές. Για πολλοστή φορά ακολουθεί ένα κύμα συλλήψεων ηγετικών στελεχών της Σιδηράς Φρουράς, καθώς και μια ακόμη δίκη για τον Κοντρεάνου και τους συναγωνιστές του. Ο Κοντρεάνου και πενήντα λεγεωνάριοι θα αθωωθούν πανηγυρικά. Οι μόνοι καταδικασθέντες ήταν οι δράστες της εκτέλεσης του Duca.  

Ο διάδοχος του Duca, Gheorghe Tătărescu είναι πιο ανεκτικός σε σχέση με τον προκάτοχό του απέναντι στο κίνημα των Λεγεωνάριων, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι η καταστολή εναντίον του φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα, καθώς ευαισθητοποιεί όλο και περισσότερο την κοινή γνώμη υπέρ του Κοντρεάνου. 

Οι εχθροί του Κοντρεάνου, όμως, δεν επαναπαύονται, καθώς επιθυμούν διακαώς την εξόντωσή του και τη διάλυση του κινήματος, και εξακολουθούν να σπέρνουν ψεύδη και συκοφαντίες εναντίον του.  

Στα τέλη του 1934 η Σιδηρά Φρουρά θα ανασυνταχθεί και θα μετονομαστεί σε «Όλα για την Πατρίδα» (Totul Pentru Tara). Ήταν η περίοδος κατά την οποία ο Κοντρεάνου ίδρυσε τα λεγόμενα «στρατόπεδα εργασίας των Λεγεωνάριων», που αποτελούσαν μια μορφή εθελοντικής εργασίας, η οποία επέτρεψε στο Κίνημα  να ξεπεράσει τις ανεπάρκειες και την αδράνεια των κυβερνώντων. 

Οι Λεγεωνάριοι προσφέρουν εθελοντική εργασία και φιλανθρωπικό έργο παντού.  Βοηθούν τους αγρότες στα χωράφια, διοργανώνουν συσσίτια και διανέμουν τρόφιμα στους άπορους συμπολίτες τους, κατασκευάζουν δρόμους, γέφυρες, αρδευτικά φράγματα, εκκλησίες κ.λπ. Ο ίδιος ο Κοντρεάνου προσφέρει τα περισσότερα χρήματα που λαμβάνει από το βουλευτικό του επίδομα στα ταμεία του Κινήματος. 

Το 1936 κυκλοφορεί η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Για τους Λεγεωνάριούς μου» (Pentru legionari), που περιέχει τα πολιτικά δρώμενα του ίδιου και του κινήματος κατά την περίοδο 1919-1935 (Το βιβλιο έχει εκδοθεί στα ελληνικά με τίτλο «Για τους Λεγεωνάριούς μου», Εκδόσεις ΝΕΑ ΓΕΝΕΑ).

Η φήμη του «Καπιτάν» ξεπερνά τα σύνορα της χώρας του και εξαπλώνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο Κοντρεάνου γίνεται θρύλος για πολλούς Ευρωπαίους Εθνικιστές. 10.000 περίπου Λεγεωνάριοι θα πολεμήσουν στο πλευρό του Στρατηγού Φράνκο στην Ισπανία. Δύο από αυτούς, ο Ion Mota, επιστήθιος φίλος και δεξί χέρι του «Καπιτάν» και ο Vasile Marin, δικηγόρος στο επάγγελμα, ηγετικά στελέχη της Σιδηράς Φρουράς, θα πέσουν μαχόμενοι κατά του μπολσεβικισμού. Οι σοροί τους θα μεταφερθούν στο Βουκουρέστι και θα κηδευθούν με μεγάλες τιμές. Στην κηδεία τους παρευρέθηκαν περισσότερα από 300.000 άτομα. Ο «Καπιτάν» στη μνήμη των συντρόφων του αποφασίζει να δημιουργήσει ένα επίλεκτο σώμα της Λεγεώνας που έφερε τα ονόματά τους («Mota-Marin»).

Παραμονές των εκλογών του Δεκεμβρίου του 1937, ο Κοντρεάνου επέκρινε την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης, συγκεκριμένα τη Μικρή Συμφωνία και το Βαλκανικό Σύμφωνο που είχαν ζητήσει η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο και δήλωσε την στήριξή του στον νεοδημιουργηθέντα άξονα Ρώμης – Βερολίνου. Ακολούθως αποφάσισε να συμμετάσχει στις εκλογές επικεφαλής του κόμματος «Όλα για την Πατρίδα».

Στις εκλογές της 20ης Δεκεμβρίου του 1937 το κόμμα «Όλα για την Πατρίδα», παρά τις νοθείες των αποτελεσμάτων που είχαν προηγηθεί, έλαβε 478.368 ψήφους, ποσοστό 15,58%  εξέλεξε 66 βουλευτές και κατέστη έτσι η  τρίτη πολιτική δύναμη της Χώρας. Πρώτη δύναμη αναδείχθηκε το κόμμα των Φιλελευθέρων με ποσοστό 35,92% και δεύτερη το κόμμα των Αγροτών με ποσοστό 20,4%.  

Ο βασιλιάς Κάρολος B’, πανικόβλητος για την επιτυχία του «Καπιτάν», αναθέτει το σχηματισμό κυβέρνησης στο Εθνικό Χριστιανικό Κόμμα των Octavian Goga και Alexandru C. Cuza, που στις εκλογές είχαν λάβει μόλις το 9,15% των ψήφων. 

Στις 12 Φεβρουαρίου 1938 ο διεφθαρμένος βασιλιάς Κάρολος Β’ προχωρεί σε πραξικόπημα, αναστέλλοντας το Σύνταγμα, διαλύοντας όλα τα κόμματα, θεσπίζοντας ένα αστυνομικό καθεστώς και δημιουργώντας ένα μόνο κόμμα, το «Μέτωπο Εθνικής Αναγέννησης» με πρωθυπουργό – μαριονέτα τον ηλικιωμένο Ορθόδοξο Πατριάρχη Miron Cristea. Στο νέο κυβερνητικό σχηματισμό συμμετέχουν και οι Nicolae Iorga, Ion Antonescu και Armand Călinescu. Ο Καλινέσκου διορίστηκε Υπουργός Εσωτερικών, αποκτώντας πλήρη εξουσία, και υπήρξε ο βασικός πρωταγωνιστής της ξέφρενης καταστολής που ακολούθησε. Ο Καλινέσκου μισούσε τον Κοντρεάνου και ανέκαθεν έτρεφε απέχθεια προς το Εθνικιστικό Κίνημα. 

Μετά την αντίδραση του Ηγέτη της Λεγεώνας  και των συντρόφων του για το πραξικόπημα και την κατάλυση του Συντάγματος, ο Καλινέσκου εξαπολύει ένα νέο κύμα συλλήψεων. Εκατοντάδες Λεγεωνάριοι οδηγούνται στις φυλακές. Κάποιοι απ’ αυτούς δολοφονούνται, ενώ πολλοί άλλοι υφίστανται ξυλοδαρμούς και φρικτά βασανιστήρια.

Στις 16 Απριλίου 1938 ο Κοντρεάνου συλλαμβάνεται με την κατηγορία της «σύνταξης απειλητικής επιστολής» κατά του πολιτικού Νικόλα Ιόργκα, την οποία είχε αποστείλει στις 26 Μαρτίου, και θα κλειστεί στις φυλακές Jilava μαζί με άλλα 40 μέλη του Κινήματος, ανάμεσά τους και ο πατέρας του Ίων Κοντρεάνου. Αρχικά, θα καταδικαστεί σε 6 μήνες φυλάκιση. Η ποινή αυτή δεν ικανοποιεί τους εχθρούς του που επιθυμούσαν την εξόντωσή του. Στην δεύτερη δίκη – παρωδία που ακολούθησε, ο Κοντρεάνου καταδικάστηκε σε 10 χρόνια καταναγκαστικής εργασίας κατηγορούμενος  για «προσπάθεια ανατροπής του καθεστώτος» και «προδοσία».

Ακόμη και φυλακισμένος ο «Καπιτάν» προκαλεί τρόμο στους εχθρούς  του. Ένα μεγάλο κομμάτι του ρουμανικού λαού τον θεωρεί ως τον Άνθρωπο που θα βάλει τέρμα στο διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα και θα λύσει όλα τα προβλήματα που ταλανίζουν τη χώρα.

Την νύχτα της 29ης προς την 30η Νοεμβρίου, κατόπιν εντολής του άθλιου Καλινέσκου, ο Κοντρεάνου και δώδεκα συναγωνιστές του μεταφέρθηκαν από τη φυλακή σε ένα δάσος έξω από το Βουκουρέστι. Πρώτα τους στραγγάλισαν και στη συνέχεια τους πυροβόλησαν στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Η επίσημη κυβερνητική εκδοχή για τον θάνατό τους ήταν ότι σκοτώθηκαν από τους χωροφύλακες γιατί προσπάθησαν να δραπετεύσουν. Λίγα χρόνια αργότερα ο επικεφαλής των χωροφυλάκων Dinulescu και ο οδηγός του οχήματος που τους μετέφερε στον τόπο του μαρτυρίου ομολόγησαν την τραγική αλήθεια. 

Παύλος Γκάσταρης

https://ethnikismos.net

Δεν υπάρχουν σχόλια: