Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΩΣ ΚΑΘΙΕΡΩΘΗΚΕ Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΩΣ ΚΑΘΙΕΡΩΘΗΚΕ
Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ 

    Η μεγάλη Δεσποτική εορτή της «κατά σάρκα Γεννήσε­ως» του Χριστού μας, γνωστή σε μας με την ονομασία «Χριστούγεννα», ούτε ανέκαθεν εορτάζετο, ούτε και εξ αρχής επετελείτο, όπως σήμερα, στις 25 Δεκεμ­βρίου. Αξίζει, λοιπόν, τον κόπο να ρίψουμε ένα βλέμμα στο απώτατον ιστορικόν παρελθόν της, γιατί η εορ­τή αυτή έχει... τη δικήν της ιστορίαν.
Προκαταρκτικά, θα πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι η Εκκλησία, κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, γενικότερα δεν συνήθιζε να εωρτάζει τη γέννηση, αλλά μόνον τον θάνατον των ιερών προσωπικοτήτων της. Θεωρούσε μάλιστα τον θάνατον αυτών των προσώπων ως την αληθινή γενέθλιον ημέραν των, διότι επίστευεν ότι α­κριβώς δια του θανάτου των έφυγαν από την απατηλήν αυτή ζωήν και «εγεννήθησαν» εισερχόμενοι στην αληθινήν, τη μεταθανάτια ζωήν.
Αυτός πρέπει να ήταν και ο κυριότερος λόγος, για τον ο­ποίον οι πρώτοι χριστιανοί δεν έδιναν, γενικότερα, σημασία στην ημερομηνία της γέννησης, ούτε προκειμένου και γι' αυτή την ημερο­μηνία Γέννησης του ίδιου του Ιησού Χριστού και, πολύ περισσότερο, φυ­σικά, ούτε, την εώρταζαν. Την αγνο­ούσαν, μάλιστα, και χρειάστηκε να περάσουν τρεις ολόκληροι αιώνες, για να αρχίσουν οι χριστιανοί να ενδιαφέρωνται γι' αυτή την ημερομηνία.
Το μετά τρεις αιώνες αφυπνισθέν ενδιαφέρον των Χρι­στιανών για την ημερομηνία «της Γεννήσεως του Ιησού», δημιουργήθηκε, στην αρχή, ανεξάρτητα από κάθε σκέψη για τυχόν εισαγωγή στην Εκκλησία αναλόγου εορτής, δη­λαδή μιας εορτής Χριστουγέννων. Αλλά και όταν καθιερώθηκε εορτή Γέννησης του Χριστού, αυτό έγινε πάλιν ανεξάρτητα από μια πράγματικήν ή υποτιθέμενην ημερομηνία Γέν­νησής του. Μόνον εκ των υστέρων ανεζητήθη δικαιολογία της ημερομη­νίας της εορτής, με την υπόθεση ότι τότε δήθεν και εγεννήθη ο Ιησούς.
Η αρχαιότερη, εκτός Καινής Διαθήκης, γνωστή σε μας πληροφορία για το έτος και την ημέρα «της Γεννήσεως του Ιη­σού Χριστού» ανάγεται περίπου στο 210 μ.Χ. και προέρχεται από τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα [+215], ο οποίος για μεν το έτος «Γεννήσεως» του Ιησού σημειώνει σαν και δική του γνώμη, την εξής: «Εγεννήθη δε ο Κύριος ημών τω ογδόω και εικο-στώ έτει ότε πρώτον εκέλευσαν απογραφάς γενέσθαι επί Αυγούστου» [Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματείς, Α', XXI.], για δε την ημερομηνία της «Γεννήσεως», γράφει στη συνέ­χεια: «Εισί οι περιεργότερον τη Γε­νέσει του Σωτήρος ημών ου μόνον το έτος, αλλά και την ημέραν προστιθέντες, ην φασιν έτους κη' Αυ­γούστου εν Πέμπτη Παχών και εικάδι» [= 20 Μαΐου], άποψη που δεν φαίνεται να υιοθετεί ο Κλήμης, διότι την αναφέρει κάπως μειωτικά [«εισί δε οι περιεργότερον... φασίν»].
Στη συνέχεια, ο ίδιος Κλήμης αναφέρει και κάποιους άλ­λους, οι οποίοι υποστήριζαν ως ημερομηνία γέννησης του Ιησού την 19ην ή την 20ην Απριλίου [«και μην τινές αυτών φασί Φαρμουθί γεγενήσθαι κδ' η κε'»].
Το γιατί, λοιπόν, μέχρι τον γ' αιώνα δεν ενδιαφέρθηκαν οι Χριστιανοί για την ακριβή ημερομηνίαν της γέννησης του Χρι­στού, το είπαμε ήδη. Για ποιον, ό­μως, λόγο από τον τρίτον αιώνα και μετά άρχισε το ενδιαφέρον τους σχε­τικά με αυτό το ζήτημα, ενδιαφέρον που κατέληξε στην καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων;
Όπως είναι γνωστόν, τα διά­φορα φυσικά φαινόμενα, η διαδοχή ημέρας-νύχτας, οι κινήσεις των πλανητών, η εναλλαγή των τεσσάρων εποχών του έτους, ο­δήγησαν τον ειδωλολατρικό, κόσμο σε μια θρησκευτική εκδοχή και σημασιολόγηση των φαινομένων αυτών. Έτσι. π.χ., γνωρίζουμε ότι οι ειδω­λολάτρες της Αιγύπτου εώρταζαν θρησκευτικώς το χειμερινόν ηλιοστάσιον. Επειδή δε κατ' αυτό η ημέρα άρχιζε να μεγαλώνει, θεωρούσαν ότι τούτο αποτελεί νίκην της ημέρας κατά της νύχτας, του φωτός κατά του σκότους και γι' αυτό το εώρτα­ζαν. Είναι, εξ άλλου γνωστόν, ότι στην Ανατολή, γενικότερα, ως ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου εθεωρεί­το, εσφαλμένως βέβαια, η 6η Ιανουαρίου, και ότι ετελούντο την ημέραν αυτή λαμπρές εορτές. Στη Ρώμην, αντίστοιχα, λόγω ενός κάπως ακρι­βέστερου αστρονομικώς υπολογισμού, ως ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου εθεωρείτο η 25η Δεκεμβρίου, ημέ­ρα, κατά την οποίαν και εωρτάζετο μεγαλοπρεπώς η γέννηση του αήτ­τητου Ήλιου-Θεού.
Η εκκλησία πάντα φρόντιζε να μη επηρεάζωνται οι πι­στοί της από τη μεγαλο­πρέπεια των πράγματι εντυπωσια­κών ειδωλολατρικών εορτών. Για να τους προφυλάξει, μάλιστα, απ' αυτές, δεν εδίστασε να τις αντικαταστήσει με χριστιανικές, δηλαδή να τις εκ­χριστιανίσει.
Έτσι έγινε και στη συγκεκριμένην περίπτωση της εορτής, για την οποίαν κά­νουμε λόγον. Η Εκκλησία αντικατέ­στησε την ειδωλολατρικήν εορτήν της γέννησης ειδωλολατρικών θεοτή­των, που ετελείτο κατά την ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου. Θα πρέ­πει, όμως, να σημειώσουμε, ότι σ' αυτήν της την προσπάθειαν η Εκκλησία ήλθε δεύτερη, διότι προη­γήθηκαν αυτής κάποιοι αιρετικοί, γνωστοί στην Ιστορία με την ονομα­σία «Γνωστικοί».
Οι αιρετικοί, λοιπόν, αυτοί έ­καναν το πρώτο βήμα, για τους ίδιους με την Εκκλησία λόγους, για να προστατεύσουν δηλα­δή κι αυτοί τους οπαδούς τους από την επίδραση της ειδωλολατρικής ε­ορτής. Έτσι, στους κύκλους των αι­ρετικών «Γνωστικών» πρωτοεμφανί­στηκε μια εορτή με το όνομα «Επι­φάνια», την οποίαν αυτοί εώρταζαν στις 6 Ιανουαρίου, ημέρα δηλαδή της ειδωλολατρικής εορτής του χειμερι­νού ηλιοστασίου στην Ανατολή. Φαί­νεται, μάλιστα, ότι αυτή η εορτή των «Γνωστικών» πρωτοεμφανίστη­κε στην Αλεξάνδρειαν της Αιγύπτου και την εγνώριζε γύρω στο 210 μ.Χ. ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Κλήμης ο Αλεξανδρεύς [Στρωματείς A, XXI].
Ποιο ήταν, όμως, το εορτολογικό περιεχόμενον της «γνωστικής» αυτής εορτής των «Επιφανίων»; Ποιο, δηλαδή, γε­γονός της ζωής του Χριστού ήθελαν να εορτάσουν με αυτήν την εορτή οι «Γνωστικοί»; Αυτό μπορούμε να το δούμε, αν λάβουμε υπ' όψει μας με­ρικά σημεία της διδασκαλίας τους:
Οι αιρετικοί «Γνωστικοί» υ­ποστήριζαν, ότι ο Ιησούς, που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ, ήταν μόνον άνθρωπος. Κατά δε τη Βάπτισή του στον Ιορδάνη κατέβηκε από τους ουρανούς η Θεότητα, ή, ό­πως αυτοί την έλεγαν, ο «Αιών» και ενώθηκε με τον άνθρωπον Ιησούν, έ­τσι ώστε αυτός, από απλός άνθρω­πος-Ιησούς, που ήταν, να γίνει Ιησούς-Χριστός. Οι «Γνωστικοί», λοι­πόν, με τα «Επιφάνια» εώρταζαν αυτήν την εκ των ουρανών κάθοδον του «Αιώνος» πάνω στον άνθρωπον-Ιησούν, κάτι που το συνέδεαν χρονι­κώς με το γεγονός της Βάπτισης του Ιησού στον Ιορδάνην.
Κατά τη Βάπτιση στον Ιορδά­νη, έλεγαν, έγινε αυτή η κα­τά κάποιον τρόπον ενσάρκω­ση της «Θεότητος-Αιώνος» μέσα στον άνθρωπον Ιησούν. Εώρταζαν, δηλαδή, μιαν ενσάρκωση δικής τους έμπνευσης, που δήθεν έγινε κατά τη Βάπτιση του Ιησού και όχι την εν­σάρκωση του Λόγου του Θεού, που, όπως διδάσκει η Εκκλησία μας, έγι­νε κατά τον Ευαγγελισμόν της Θεο­τόκου. Επίσης, επίστευαν, ότι η πιο σημαντική και άξια λόγου και αληθι­νή γέννηση του Ιησού δεν ήταν η εν Βηθλεέμ, δηλαδή, η «κατά σάρκα», αλλ' η «εν Ιορδάνη», η πνευματική, που ήταν, κατ' αυτούς, και «Ενσάρκωσις» και αληθινή-πνευματικη «Γέννησίς» του.
Στη Βηθλεέμ, δηλαδή, γεννή­θηκε ο άνθρωπος Ιησούς, στον Ιορδάνη αναγεννήθηκε ο Ιησούς σαν Χριστός. Έτσι συνέδεαν Βάπτιση και πνευματική Γέννηση του Ιησού. Αυτή, λοιπόν, ήταν η διδα­σκαλία των «Γνωστικών», αυτό και το εορτολογικόν περιεχόμενον της δι­κής τους εορτής, των «Επιφανίων».
Γύρω, όμως, στο έτος 300 μ. Χ., στη χριστιανικήν Εκκλησίαν εισήχθη μια καινούργια εορτή με την ονομασίαν «Επιφάνια». Ίδιο, δηλαδή, όνομα, ίδια ημερομηνία εορτασμού [6 Ιανουαρίου] με την ε­ορτή των «Γνωστικών», με άλλο, ό­μως, εορτολογικό περιεχόμενον.
Η εκκλησιαστική αυτή εορτή φαίνεται, ότι καθιερώθηκε για πρώτη φορά στην Εκ­κλησία της Αλεξάνδρειας και ότι α­πό κει εξαπλώθηκε και σε όλην την Ανατολήν, αλλά και στη Δύση, η ο­ποία, ήδη από το 335, είχε καθιερώ­σει ειδικήν εορτή για τη Γέννηση του Χριστού. Για την εισαγωγή της εκκλησιαστικής εορτής των «Επιφα­νίων» στη Δύση έχουμε τη μαρτυρία του Αμμιανού Μαρκελλίνου [Rerum Gestarum, XX, 2, 5], γύρω στο 400 μ.Χ. Κατ' αυτόν, λοιπόν, ο Ιου­λιανός ο «Παραβάτης», μεταβάς το 361 εις Βιένναν της Γαλλίας, πα­ρευρέθη στην εκεί εκκλησιαστικήν εορτήν των Επιφανίων. Πάντως πιθανολογείται, ότι τα εκκλησιαστικά Επιφάνια εισήχθησαν εκεί ήδη από το 336 μ.Χ., έτος κατά το οποίο με­τέβη στη Δύση «ο εξ Αλεξανδρείας Μέγας Αθανάσιος», ο οποίος και διέσωσε στη Δύση την ανατολικής προ­έλευσης εορτή των Επιφανίων.
 Επειδή όμως η Ρώμη είχεν ήδη από το 335 μ.Χ. ειδικήν εορτή για τη Γέννηση του Χριστού στις 25 Δε­κεμβρίου, οι δυτικοί δεχθέντες τα Επιφάνια εώρταζαν με αυτά τη Βά­πτιση του Ιησού, ή την προσκύνηση των Μάγων, κ.λπ., ανάλογα με την περιοχήν, όπου ετελείτο η εορτή. Όμως, οι χριστιανοί της Ανατολής δεν είχαν ακόμη ειδικήν εορτή για τα Χριστούγεννα και συνεώρταζαν τη Γέννηση του Χριστού με τη Βάπτι­ση, στις 6 Ιανουαρίου. Ότι δε οι ανα­τολικοί εώρταζαν, στις 6 Ιανουαρίου, και Βάπτιση και Γέννηση του Χρι­στού, φαίνεται και από τη μαρτυρία του μοναχού Ιωάννου Κασσιανού, ο οποίος στο έργον του Collationes Patrum [Χ,2], ομιλεί για μιαν εκκλησιαστικήν εορταστικήν ημέραν, εκείνην των Επιφανίων, η οποία ετε­λείτο στην Αίγυπτον, όπου οι ιερείς της Εκκλησίας ώριζαν αυτήν την ε­ορτήν είτε ως ημέραν της του Κυρίου Βαπτίσεως, «είτε ως ημέραν της Αυτού κατά σάρκα Γεννήσεως».
Απ' αυτό, λοιπόν, φαίνεται, ό­τι τέτοιος συνεορτασμός ε­πέφερε συχνά αμφιταλάντευση, ίσως και σύγχυση για το ποιο απ' τα δύο γεγονότα της ζωής του Χριστού εωρτάζετο: η Γέννηση, ή η Βάπτιση; Το σημαντικό σ' αυτήν την ιστορική μαρτυρίαν του μοναχού Ιω­άννου Κασσιανού είναι ότι υπογραμ­μίζει ποια γέννηση του Κυρίου εώρταζε με τα Επιφάνια η Εκκλησία στις 6 Ιανουαρίου, ότι, δηλαδή, εώρταζεν την «κατά σάρκα εν Βηθλεέμ Γέννησιν» και όχι την δήθεν πνευμα­τική Γέννηση, την κατά τη Βάπτιση, όπως την επρέσβευαν και την εώρ­ταζαν οι «Γνωστικοί». Έτσι καθαρί­ζεται το ιστορικό τοπίο και βλέπουμε ποια ακριβώς γεγονότα της ζωής του Κυρίου εώρταζεν η Εκκλησία με τα Επιφάνια στις 6 Ιανουαρίου.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι η Εκκλησία στην Ανατολήν α­πό το 300 μ.Χ. άρχισε μεν να εορτάζει τη γέννηση του Χριστού στις 6 Ιανουαρίου, όχι όμως αυτοτε­λώς και ανεξάρτητα, αλλά σε συν­δυασμό με τη Βάπτιση του Χρι­στού. Εστερείτο δηλαδή ιδιαίτερης και ειδικής εορτής Χριστουγέννων. Η ει­δική εορτή «Χριστουγέννων» για τις 25 Δεκεμβρίου πρωτοκαθιερώθηκε στη Ρώμην το 335 μ.Χ. και από κει διαδόθηκε σ' όλη τη Δύση και, στη συνέχεια, στην ίδια την Ανατολήν.
Ετσί, στη μεν Ρώμην εισήχθη εκ της Ανατολής η εορτή των Επιφανίων, στη δε Ανατολήν εκ της Ρώμης η ειδική εορτή των Χριστουγέννων. Δηλαδή σημειώθηκε μια αμφίδρομη πορεία των δύο αυτών εορτών. Πότε όμως και πως εισήχθη στην Ανατολήν η εκ της Δύσεως ειδική αυτή εορτή των Χριστουγέννων; Γνωρίζουμε, ότι το έτος 386 μ.Χ., ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εκφώνησε στην Αντιόχειαν ένα λόγον [Migne P.G. 49,353], όπου λέγει, ότι πέρασαν δέκα έτη από τότε που καθιερώθηκε ειδική εορτή για τα Χριστούγεννα.
Άρα η καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων στην Ανατολή θα πρέπει να είχε γίνει γύρω στο 376 μ.Χ. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να παρατηρήσουμε, ό­τι οι γνώμες των ιστορικών διχάζο­νται ως προς το εξής ζήτημα: Σε ποιαν, άραγε, Εκκλησία της Ανατολής πρωτοεισήχθησαν τα Χριστούγεννα; Κατά τους μεν, πρωτοεισήχθησαν α­πό το Μέγα Βασίλειο στην Καισάρειαν της Καππαδοκίας. Κατά τους δε, πρωτοεισήχθησαν στην Εκκλησία της Αντιόχειας, και μάλιστα σε δύο φάσεις. [Πρώτη φάση: το 376 μ.Χ. στο ναΐσκο των λεγομένων Ευσταθιανών, που είχαν σαν επίσκοπον τον Παυλίνον. Δεύτερη φάση: το 386 μ.Χ., στο μεγάλο ναόν της Αντιόχειας, που τον κατείχαν οι λεγόμενοι Μελετιανοί, με επίσκοπον τον Φλαβιανόν.]
Η δεύτερη άποψη, για την Αντιόχεια δηλαδή, φαίνεται πιθανότερη, διότι γνωρίζου­με, ότι ο επίσκοπος των Ευσταθια­νών ανεγνωρίζετο από τη Ρώμη ως ο κανονικός και ορθόδοξος επίσκοπος και, επομένως, είχε επικοινωνία με τη Ρώμην. Είναι, λοιπόν, φυσικότερο λόγω αυτών των στενών επαφών Ρώμης-Αντιόχειας, να δεχθούμε, ότι στα πλαίσια αυτών των εγκαρδίων σχέσεων μετέδωσαν οι Δυτικοί στους Ανατολικούς και την ειδικήν εορτής των Χριστουγέννων.
Περαιτέρω, στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης η ειδική εορτή των Χριστου­γέννων εισήχθη από τον άγιο Γρηγόριον τον Ναζιανζηνό το 379 μ.Χ., στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας περί το 433 μ.Χ. και στα Ιεροσόλυ­μα κατά τα τέλη του έκτου αιώνος.
Τέλος, μετα τα ανωτέρω, θα μπορούσαμε να συμπεράνου­με, ότι, στην ουσία, το 376 μ.Χ. δεν έγινε πραγματική εισαγωγή από τη Δύση στην Ανατολή μιας ά­γνωστης στην Ανατολή εορτής Γέν­νησης του Χριστού, αφού η Ανατολή και πριν την εγνώριζε, μόνον που την συνεώρταζε με τη Βάπτιση. Πρόκει­ται μάλλον για μια εξειδίκευση της εορτής της Γέννησης του Χριστού και για μετάθεσή της από τις 6 Ια­νουαρίου, στις 25 Δεκεμβρίου.
Αυτό σημαίνει ότι δεν εγνώρισε η Δύση στην Ανατολή την εορτή της Γέννησης του Χριστού εν γένει. Τούτο πάλιν ουδό­λως σημαίνει και ότι η Ανατολή ανέ­καθεν εώρταζεν τη Γέννηση του Χρι­στού. Η πραγματική αρχή για τον ε­ορτασμό της Γέννησης του Χριστού στην Ανατολή είναι το 300 μ.Χ., ο­πότε πρωτοκαθιερώθηκε στην Ανα­τολή, όπως εσημειώσαμεν, η εορτή των εκκλησιαστικών Επιφανίων, με τα οποία συνεωρτάζετο Γέννηση και Βάπτιση του Χριστού, σε μια εποχή [300 μ.Χ.], κατά την οποίαν καμιά εορτή Γεννήσεως του Χριστού, σε καμιά μορφή της, δεν ήταν γνωστή στη Δύση. Πρώτη η Ανατολή συνε­ώρταζε Γέννηση με Βάπτιση.
Η Δύση τα αγνοούσε και τα δύο αυτά και μόλις το 335 μ.Χ η Ρώμη καθιέρωσε κατ' ευθείαν μια ειδική εορτή Χρι­στουγέννων, που την τοποθέτησε στις 25 Δεκεμβρίου. Αυτή η τελευ­ταία ημερομηνία είναι που εισήγαγεν η Ρώμη στην Ανατολή και όχι η ίδια η εορτή της Γεννήσεως.
http://www.egolpion.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: